Όλα ξεκίνησαν από το χωριό Στίβος, μεταξύ της λίμνης Κορώνειας και Βόλβης και έφτασαν μέχρι την καρδιά της πόλης, με τον χειρότερο τρόπο, την κατάρρευση μιας πολυκατοικίας στην πλατεία Ιπποδρομίου και τον θάνατο 49 ανθρώπων.
Σε αντίθεση όμως με τις ανθρώπινες ρυτίδες, ο χρόνος είναι ευεργητικός στην επούλωση των ρωγμών της γης και 39 χρόνια μετά, τίποτα δεν θυμίζει στην περιοχή τον καταστροφικό σεισμό, μεγέθους 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, που σημειώθηκε στις 20 Ιουνίου του 1978.
Ο καθηγητής γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Σπύρος Παυλίδης, φοιτητής τότε και αργότερα συνεργάτης του καθηγητή Γεωφυσικής Βασίλη Παπαζάχου, μετέβη από την πρώτη στιγμή στο σημείο του επίκεντρου, μαζί με την ομάδα του καθηγητή Δημοσθένη Μουντράκη.
“Ηταν ο πρώτος σεισμός που μελετήθηκε τόσο καλά στην Ελλάδα γιατί έπληξε μεγάλο αστικό κέντρο” ανέφερε χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής, ξεναγώντας μας σε χωριά της κοιλάδας της Μυγδονίας, όπου ήταν εμφανή τα σημάδια του σεισμού.
Αγνατεύοντας τη λίμνη Κορώνεια από ένα ύψωμα, διευκρινίζει ότι υπάρχουν ενεργά ρήγματα περιμετρικά της αλλά, κυρίως, μεταξύ της Κορώνειας και της λίμνης Βόλβης.
“Μεταξύ των δύο λιμνών συντελείται ένα πολύπλοκο και όχι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, σπάζει ο ανώτερος φλοιός και ταυτόχρονα περιστρέφεται” λέει ο κ. Παυλίδης ξεκαθαρίζοντας ότι στην κοιλάδα της Μυγδονίας υπάρχουν περίπου 20 ενεργά ρήγματα που έχουν “δώσει” δύο μεγάλους σεισμούς τον 20ο αιώνα. “Εκτός από το 1978, σεισμική δόνηση, με επίκεντρο κοντά στον Λαγκαδά και την Ασσηρο, μεγέθους 6,6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, σημειώθηκε και το 1902”.
Όταν η γη “ράγισε” το 1978, τα σημάδια από το κύριο ρήγμα εμφανίστηκαν κυρίως στα χωριά Στίβος, Γερακαρού και Νικομηδινό. “Ηφαίστεια άμμου παρουσιάστηκαν ενδιάμεσα στις δύο λίμνες, μετατοπίστηκαν και έσπασαν αγωγοί ύδρευσης και άνοιξαν τεράστιες χαραγματιές, από τα νεκροταφεία μέχρι τους δρόμους και τα χωράφια” περιγράφει ο κ. Παυλίδης. Μάλιστα, για πολλά χρόνια μετά τον σεισμό, η Γερακαρού “βούλιαζε” και εμφανίζονταν ρωγμές στην άσφαλτο που όσο και να την βούλωναν με τσιμέντο, “ξανατρυπούσαν” τον δρόμο.
“Η σεισμική κίνηση συνεχίστηκε για χρόνια, με σταδιακή επιβράδυνση, οπότε πριν από περίπου 10 χρόνια σταμάτησε” τονίζει ο καθηγητής γεωλογίας στο ρεπορτάζ του Αθηναικού Πρακτορείου.
Έκτοτε, η φύση έθρεψε τις “πληγές” της και γέμισε τις “ρυτίδες”, αντιδρώντας σε ένα φαινόμενο που είναι δείγμα υγείας γιατί, σύμφωνα με τον κ. Παυλίδη, “με τον σεισμό η γη εκτονώνεται”.
Χάρτης των ρηγμάτων της Ελλάδας
Την Ελληνική Βάση Δεδομένων Ενεργών Ρηγμάτων (GreDaSS) έχει δημιουργήσει η Ερευνητική ομάδα “Γεωλογία των Σεισμών” του Τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ καταγράφοντας όλα τα ρήγματα.
Πηγή: Υoutube
Όπως εξηγεί ο κ.Παυλίδης, κύριος στόχος αυτής της έρευνας είναι να δημιουργήσει μία πολυεπίπεδη γεωγραφική βάση δεδομένων ενεργών ρηγμάτων όσο το δυνατόν πληρέστερη, για τον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου, με πρότυπο τις διεθνείς προδιαγραφές των αντίστοιχων βάσεων και περιεχόμενο τις δημοσιευμένες εργασίες για τον ελλαδικό χώρο από έλληνες και ξένους ερευνητές καθώς και νέες στοχευμένες έρευνες. Η Βάση Δεδομένων Greek Database of Seismogenic Sources (GreDaSS) εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Προγράμματος Seismic Hazard Harmonization in Europe (SHARE), σε συνεργασία με το Istituto Nazionale di Geofisica e Volcanologia di Roma (INGV) και το Πανεπιστήμιο της Ferrara, καθώς και στο πλαίσιο μιας Διδακτορικής Διατριβής, του Δρα. Σ. Σμπόρα.
“Η συμπλήρωσή της βρίσκεται σε εξέλιξη και εκτιμούμε ότι μια τέτοια εργασία αποτελεί σημαντική προσφορά των γεωεπιστημών στους τομείς της Γεωλογικής Χαρτογράφησης, Σεισμοτεκτονικής και Αντισεισμικής προστασίας, η οποία σε μια ευνομούμενη πολιτεία θα πρέπει να μετεξελιχτεί ως έργο προτεραιότητας σε Εθνική Βάση”. Άλλωστε, όπως εξηγεί ο καθηγητής, η επιστημονική γνώση για τον ρόλο των ενεργών γεωλογικών ρηγμάτων στη σεισμογένεση και κατ’ επέκταση στις ανθρώπινες κατασκευές, είναι περιορισμένη σε ακαδημαϊκό επίπεδο, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα.
Τα ρήγματα δεν παίρνονται υπόψη στον αντισεισμικό κανονισμό. Η ανάγκη όμως για ασφάλεια των μεγάλων έργων, όπως είναι οι πυρηνικοί σταθμοί, τα φράγματα, τα μεγάλα κτίρια, οι γέφυρες, οι σήραγγες, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, πολλές αμυντικές κατασκευές, και τα ίδια μας τα σπίτια, απαιτεί ιδιαίτερες και εξειδικευμένες γνώσεις των διεργασιών του γήινου φλοιού, λεπτομέρεια στον καθορισμό των ενεργών δομών και περαιτέρω κατασκευαστικές προσπάθειες για την ελαχιστοποίηση των συνεπειών από μελλοντική επαναδραστηριοποίησή τους (σεισμική ή ασεισμική).
“Στο παρελθόν έχουν συμβεί σοβαρά λάθη στην εκτίμηση των τεκτονικών κινήσεων του γήινου φλοιού, κυρίως από έλλειψη επιστημονικής γνώσης, με συνέπειες τις πρόσθετες οικονομικές δαπάνες μεγάλων έργων, την καθυστέρηση ή ματαίωση μεγάλων και σημαντικών από οικονομική πλευρά κατασκευών, τα νομικά προβλήματα και κυρίως τις μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και κατασκευές” σημειώνει ο κ. Παυλίδης, εκτιμώντας ότι οι γεωλογικές μελέτες και έρευνες είναι αναγκαίες για την κατανόηση των κινήσεων του γήινου φλοιού και κυρίως την πρακτική εφαρμογή τους για τη θεμελίωση ασφαλέστερων οικοδομημάτων.