Η θρυλική πασαδόρος, Γκλιγκόροβιτς Μπιλιάνα, που τη νέα σεζόν θα αγωνίζεται με τα χρώματα του Άρη, παραχώρησε μια πολύ όμορφη συνέντευξη στο Volleyland.gr, μιλώντας για αρκετά και ενδιαφέροντα πράγματα.
Μετά την μεταγραφή της είχε πει για τον Άρη:
«Ο Άρης είναι μια ομάδα οργανωμένη με στόχους και ξέρω πως η συνεργασία μου με τους ανθρώπους της ομάδας θα είναι άριστη. Οι άνθρωποι της ομάδας είναι
αξιόλογοι και αυτό ήταν ένα κίνητρο επιπλέον για να έρθω στον Άρη. Εύχομαι ο κόσμος να είναι δίπλα μας στην προσπάθεια μας και είμαι βέβαιη πως θα
καταφέρουμε να φτάσουμε ψηλά την ομάδα την νέα σεζόν».
Όσο αναφορά το γεγονός πως η «Μπίμπι» για πρώτη φορά στην καριέρα της θα
αγωνιστεί σε ομάδα της Θεσσαλονίκης δήλωσε: «Μια πολύ καλή μου φίλη η Άσπα Πανταζή είναι από την Θεσσαλονίκη και πάντα μου μιλάει με τα καλύτερα λόγια για τους ανθρώπους και την ομορφιά της πόλης. Είμαι πολύ χαρούμενη λοιπόν που θα ζήσω στην συμπρωτεύουσα».
Αναλυτικά, η συνέντευξη:
Τις δύο τελευταίες σεζόν, αγωνίστηκες στον ΓΣ Ηλιούπολης. Πως ήταν εκεί τα πράγματα και τι στόχο είχες βάλει;
Στην Ηλιούπολη απ΄ την πρώτη χρονιά ήξερα ότι τα πράγματα δεν θα είναι πάρα πολύ εύκολα, επειδή οι συμπαίχτριες μου δεν είχαν μεγάλη εμπειρία. Μ’ αρέσει να παίρνω ευθύνες και το είδα σαν πρόκληση για μένα. Γι’ αυτό έπρεπε να δώσω το 100% και παραπάνω από τις ικανότητές μου, για να κάνω καλύτερη δουλειά και να πάρουμε θετικά αποτελέσματα.
Ο στόχος που είχα βάλει όσο αγωνιζόμουν στην Ηλιούπολη, ήταν να παίζω και να καθοδηγώ τις αθλήτριες μέσα στο παιχνίδι. Ήταν δύσκολο γιατί έπρεπε να μην πέφτει η δική μου συγκέντρωση, όμως πιστεύω και τις δύο χρονιές καταφέραμε τους στόχους που είχε η ομάδα.
Επίσης, η συνεργασία με την προπονήτριά μου την κ. Λυκογιάννη, ήταν πάρα πολύ καλή.
Πρώτη φορά έρχεσαι στην Ελλάδα το ’08 για λογαριασμό του Ολυμπιακού. Πως θα περιέγραφες εκείνη τη χρονιά;
H πρώτη μου χρονιά στην Ελλάδα ήταν περίεργη, αλλά εντυπωσιακή χρονιά, διαφορετικής νοοτροπίας απ’ αυτές που ήξερα. Θεωρώ ότι ο Ολυμπιακός μου γνώρισε και μου έμαθε το πλήρες πνεύμα του Ελληνικού βόλεϊ και με καθοδήγησε για το υπόλοιπο της καριέρας μου στην Ελλάδα.
Εκείνη τη χρονιά βγήκαμε δεύτερες, κάτι που εγώ το θεωρώ αποτυχία, όμως πιστεύω ότι από εκείνη τη χρονιά και μετά, μπήκαν γερές βάσεις στον Ολυμπιακό για να δημιουργηθεί κάτι πολύ καλό για τα επόμενα χρόνια, όπως και γίνεται.
Επιστρέφεις στην Ελλάδα το ’12, για λογαριασμό του Ηρακλή Κηφισιάς, ενώ προέρχεσαι από δύο εξαιρετικές σεζόν σε Ρουμανία και Αζερμπαϊτζάν. Τι ήταν αυτό που σε έκανε να γυρίσεις πάλι εδώ;
Στην Ελλάδα επέστρεψα, γιατί πιστεύω και θεωρώ ότι βρήκα τον άνθρωπο που θα μπορούσα να συνεχίσω μαζί του το άλλο σημαντικό κομμάτι της ζωής που μου έλειπε κι έτσι ερωτεύτηκα τον Άγγελό μου.
Άφησα πίσω πολύ μεγάλες ευκαιρίες, από ομάδες της Ρωσίας και του Αζερμπαϊτζάν. Μετά από τόσα χρόνια που έχω παίξει σε τόσες χώρες, πάντα με μια βαλίτσα στο χέρι, απλά μου έτυχε τότε και εκεί έπρεπε να αποφασίσω ή να έχω την προσωπική μου ζωή ή να συνεχίζω να ταξιδεύω και να κάνω τα ίδια.
Αποφάσισα να πορευτώ με βάση την προσωπική μου ζωή, που πάντα μου έλειπε. Έχω φύγει απ’ το σπίτι μου απ’ τα δεκατέσσερα μου και ήταν το κομμάτι αυτό που μου έλειπε. Έζησα μεγάλα συναισθήματα, σε μεγάλες ομάδες, αλλά στα τριάντα έπρεπε να κάνω κι άλλα πράγματα κι αυτό επέλεξα.
Έχεις συμμετέχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αυστραλίας το 2000 με την Εθνική Κροατίας. Τι αναμνήσεις σου έχουν μείνει από τότε;
Η εμπειρία των Ολυμπιακών Αγώνων είναι η κορυφαία στιγμή που μπορεί να ζήσει ένας αθλητής. Όλοι παίζουν και προσπαθούν γι’ αυτό το λόγο.
Στο Oλυμπιακό χωριό όλοι οι μεγάλοι αθλητές, που παλιά έβλεπα μόνο στην τηλεόραση, περνούσαν δίπλα μου και ήμουν μόλις δεκαοχτώ χρονών. Ήταν κάτι φανταστικό. Το βράδυ μετά τους αγώνες, τρώγαμε και διασκεδάζαμε όλοι μαζί. Μόνο ωραίες αναμνήσεις μου έχουν μείνει.
Ποιοι είναι οι μεγαλύτερες επιτυχίες που έχεις ζήσει έως τώρα;
Σε συλλογικό επιπέδο, θα ξεχώριζα το ’98 όπου πήραμε το τσάμπιονς λιγκ, αγωνιζόμενη ακόμη τότε στην Κροατία για την ομάδα του Ντουμπρόβνικ. Επίσης, το ’01 που ήμουν στη Ρέτζιο Καλάμπρια, κατακτήσαμε το πρωτάθλημα Ιταλίας και στο τσάμπιονς λιγκ τη δεύτερη θέση και το ασημένιο μετάλλιο.
Ξεχωριστή σημασία για μένα επίσης, έχουν τα πρωταθλήματα και τα κύπελλα Κροατίας που πήραμε με την Πούλα και την Ριέκα.
Με την εθνική Κροατίας, πήραμε δύο φορές το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, το ’97 και το ’99.
Μετά από τόσα χρόνια πλούσιας καριέρας, στα καλύτερα πρωταθλήματα της Ευρώπης, θα έχεις συνεργαστεί με εξαιρετικούς προπονητές. Ποιοι ήταν τα μεγαλύτερα ονόματα απ’ αυτούς;
Έχω συνεργαστεί με πραγματικά μεγάλα ονόματα, όπως ο Nikolay Κarpol, ο οποίος ήταν και ο πρώτος μου προπονητής,ο Gianni Caprarra και ο Marco Fenoglio. Πραγματικά έχω περάσει από καλά χέρια.
Από Έλληνες προπονητές ποιους θα ξεχώριζες;
Έχω συνεργαστεί με τον κ. Γιάννη Νικολάκη, τον κ. Γιάννη Λάιο και τον κ. Μανώλη Ρουμελιώτη, αλλά δεν θα μπορούσα να ξεχωρίσω κανέναν, γιατί και οι τρεις είναι το ίδιο αξιόλογοι. Από τον κάθε έναν πήρα πολλές και ξεχωριστές γνώσεις και νοιώθω τεράστιο σεβασμό για όλους.
Ποιες συναθλήτριες σου τόσο από την Ελλάδα, όσο και από το εξωτερικό θα ξεχώριζες;
Από Ελληνίδες συμπαίχτριες θα ξεχώριζα τη Μαρία Χατζηνικολάου, η οποία ήταν αρχηγός της Εθνικής και είναι μια καταπληκτική αθλήτρια, την Ιωάννα Βλάχου και τη Μάρβη Γιοβάνη, με την οποία έχω μια πολύ ωραία φιλία και έξω από τα γήπεδα.
Στο εξωτερικό είχα συμπαίχτριες τεράστια ονόματα όπως η Irina Kirillova, η Yekaterina Gamova και η Regla Torres. ‘Ήμουν πολύ μικρή τότε και έμαθα πολλά από εκείνες.
Ποια Ελληνίδα πασαδόρος θεωρείς αυτή τη στιγμή ότι είναι πολύ ταλαντούχα;
Από τις Ελληνίδες πασαδόρους, η Στέλλα Χριστοδούλου έχει πολύ ταλέντο. Της εύχομαι να πετύχει και να ανταπεξέλθει στο υψηλό επίπεδο.
Πως περνάς τον ελεύθερο σου χρόνο;
Μεγάλη μου αγάπη είναι το τρέξιμο, μ’ αρέσει πολύ το διάβασμα, όπως και να μαθαίνω καινούριες γλώσσες. Μιλάω εφτά διαφορετικές γλώσσες.
Επίσης, μ’ αρέσει να περνάω χρόνο με την οικογένειά μου και τους φίλους μου.
Έχεις κάνει πραγματικές φιλίες εδώ στην Ελλάδα;
Έκανα αρκετές γνωριμίες όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα, αλλά πραγματική φιλία έχω με την Όλγα Χατζηδημητρίου και την Άσπα Πανταζή. Γνωρίζω τα κορίτσια εδώ και οκτώ χρόνια, και με την κάθε μία ξεχωριστά έχω ζήσει πάρα πολύ όμορφα πράγματα.
Ακόμα κι όταν έφυγα από την Ελλάδα, παρότι δεν γνωρίζαμε αν θα ξαναγυρνούσα, η φιλία μας έμεινε αναλλοίωτη τα χρόνια που έλειψα στο εξωτερικό.