Ο Βασίλης Σπανούλης πήρε κι αυτή την πρωτιά. Πέρασε τον Δημήτρη Διαμαντίδη και έγινε ο καλύτερος πασέρ του ελληνικού πρωταθλήματος με 2.145 ασίστ. Ο αριθμός φαντάζει πολύ μεγάλος, σε σχέση με αυτό που είχαμε συνηθίσει τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο Ντέιβιντ Μπλατ είπε ότι είναι μεγάλη υπόθεση που ο αρχηγός της ομάδες ξεπέρασε παίκτες όπως ο Γκάλης και ο Γιαννάκης. Όχι άδικα, αυτούς είχε στο μυαλό του.
Stoiximan.gr: Το παιχνίδι σου καλύτερο με επιλογές για Σκόρερ, Κάρτες & Κόρνερ σε κάθε αγώνα του Άρη
Διαβάστε το σχετικό αφιέρωμα του contra.gr:
“Μόνο, που ο Σπανούλης προσπέρασε τον Δημήτρη Διαμαντίδη (1.141) ενώ στην τρίτη θέση του σχετικού πίνακα βρίσκεται ο Βασίλης Ξανθόπουλος.
Γκάλης και Γιαννάκης, βρίσκονται πολύ πιο πίσω. Όχι μόνο γιατί πρόλαβαν μόνο τρεις χρονιές του επαγγελματικού πρωταθλήματος, αλλά κι επειδή στην εποχή τους η τελική πάσα μετρούσε διαφορετικά, έχουν κατά κάποιο τρόπο αδικηθεί.
Βεβαίως, το μπάσκετ αλλάζει. Μια ασίστ στη γωνία για τρίποντο είναι μέρος του παιχνιδιού, παλιότερα όχι, οπότε οι πάσες καταμετρούνταν με το … στανιό. Αν ο κοντός έδινε στον ψηλό, ή εν πάση περιπτώσει έβρισκε ένα παίκτη ελεύθερο να σκοράρει.
Είχε και περισσότερο “ένας εναντίον ενός” το μπάσκετ των προηγούμενων ετών, οι συνεργασίες δεν ήταν και τόσο της μόδας, οπότε να έχει ένας παίκτης 2.145 ασίστ, σε 15 χρόνια παρουσίας, έμοιαζε σχεδόν αδιανόητο. Γκάλης και Γιαννάκης δεν είχαν πάνω από … 1.000 τελικές πάσες στην πολύχρονη καριέρα τους. Ο Άρης στη δεκαετία του 80, δεν έδινε ποτέ πάνω από 7-8 ασίστ (με βάση την στατιστική της εποχής) ενώ στα χρόνια μας, Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός, στις καλές τους βραδιές, δίνουν πάνω από είκοσι!
Αυτό δεν σημαίνει ότι πριν την τωρινή φουρνιά των μεγάλων γκαρντ-πασέρ, οι Έλληνες δεν έκαναν ασίστ. Διαχρονικά, πέρασαν από το ελληνικό μπάσκετ εξαιρετικά εγκεφαλικοί παίκτες, που έκαναν πράξη το δόγμα του Παναγιώτη Γιαννάκη: “Μια πάσα κάνει ευτυχισμένους δυο παίκτες. Αυτόν που τη δίνει, κι αυτόν που την παίρνει για να βάλει το καλάθι”.
Οι πρώτοι εγκέφαλοι
Ήταν ίδιον των λεγόμενων “εγκεφαλικών” παικτών, η ασίστ-πάσα. Μια “πολυτέλεια” αλλά και ιδιοφυείς στιγμές, από παίκτες όπως ο Χρήστος Ζούπας. Ο ταχυκίνητος πλέι-μέικερ της ΑΕΚ του 1968 είχε την ικανότητα να τροφοδοτεί τον Γιώργο Τρόντζο, αλλά και τους υπόλοιπους συμπαίκτες του, χωρίς βέβαια να παραμελεί το δικό του σκοράρισμα.
Ένας ζογκλέρ με την μπάλα και εξαιρετικός πασέρ ήταν ο Αλέκος Κοντοβουνήσιος. Ο χαρισματικός γκαρντ του Παγκρατίου, πέρασε στην ιστορία σαν ο ένας παίκτης που έκανε ό,τι πιο απρόβλεπτο μέσα στο γήπεδο. Ορισμένες από τις τρομερές πάσες του, οι νεότεροι τις μάθαμε στα ατέλειωτα μονά που έπαιζε ο κυρ-Αλέκος στη Βούλα. Πολλές απ’ αυτές, ακόμη και παίκτες που έγιναν μεγάλα αστέρια αργότερα, δεν τις … καταλάβαιναν.
(Ιορδανίδης, Πέππας, Κολοκυθάς, Κέρκλαντ και ο Κρις Κέφαλος στις αρχές του 1970. Μόλις είχε έρθει από το Τεμπλ)
Ο πρώτος “εγκέφαλος”, ωστόσο, στα παρκέ της Α Εθνικής ήταν χωρίς αμφιβολία ο Χρήστος Κέφαλος. Ο ελληνοαμερικανός πλέι-μέικερ του Παναθηναϊκού, είχε “προϊστορία” από τα κολεγιακά του χρόνια στο Τεμπλ. Και στις τρεις σεζόν που αγωνίστηκε ήταν πρώτος στην σχετική κατηγορία, κάτι που συνέχισε και εν Ελλάδι, άσχετα αν τότε δεν μετρούσαμε τις τελικές πάσες (ούτε καν τα ριμπάουντ).
Ο Κέφαλος ήταν παίκτης-κλειδί της μεγάλης ομάδας του Παναθηναϊκού στην δεκαετία του 70, ιδιαίτερα “φαντεζί” και διορατικός. Μαζί με τον Τάκη Κορωναίο, που ήταν περισσότερο σκόρερ, δημιούργησαν ένα αξεπέραστο δίδυμο στο γήπεδο (ενώ διέπρεψαν και σαν επιχειρηματίες έξω απ’ αυτό).
Ανάλογα προσόντα είχε και ο Κώστας Πολίτης, που καθιέρωσε την πάσα πάνω από το κεφάλι του, το πλεονέκτημα όπως έλεγε του “ψηλού πλέι-μέικερ”.
(Ο Πολ Μελίνι, παίρνει το σκριν το Διάκουλα στον Κόντο, σε ντέρμπι ΠΑΟ-Ολυμπιακού)
Στον Ολυμπιακό, λίγα χρόνια αργότερα, κατέφτασε ο Πολ Μελίνι. Στην χρυσή ομάδα των ελληνοαμερικανών του Γουλανδρή, ο (ιταλικής καταγωγής) πλέι-μέικερ που έγινε τραπεζίτης (!) ο Μελίνι κρατούσε την μπαγκέτα. Εξαιρετικός χειριστής της μπάλας, γλύκαινε το παιχνίδι του δυναμικού Γιατζόγλου, του εκρηκτικού Καστρινάκη και του … υπόγειου Διάκουλα.
Στην Θεσσαλονίκη, επίσης υπήρχαν εξαιρετικοί πασέρ. Ο Διονύσης Ανανιάδης στον Άρη συνδύαζε τις ασίστ με την ταχύτητά του, ενώ ο Σωτήρης Σακελλαρίου του Ηρακλή είχε καθιερώσει τις μπέιζμπολ πάσες (από τη μια άκρη του γηπέδου στην άλλη) με εξαιρετική επιτυχία.
Το μπάσκετ σε άλλη διάσταση
Η έλευση του Γκάλη στην Ελλάδα και η άνθηση του Παναγιώτη Γιαννάκη στη Νίκαια, έδωσαν μια άλλη διάσταση στο μπάσκετ και στη θέση του γκαρντ γενικότερα. Η θρυλική μονομαχία τους (στις 26 Ιανουαρίου του 1981) παραμένει στα όρια του μύθου. Το 114-113 στην παράταση υπέρ του Άρη, με τον Γιαννάκη να σκοράρει 73π και τον Γκάλη 62π, είναι η απόλυτη παράσταση που δόθηκε ποτέ σε ένα αγώνα πρωταθλήματος.
Οι δυο τεράστιοι παίκτες που μεγαλούργησαν μαζί σε Άρη και Εθνική, εκτός από μοναδικοί σκόρερ ήταν και ανεπανάληπτοι πασέρ. Η πάσα μπακ-ντορ του Γιαννάκη στον Γκάλη, έγινε σήμα κατατεθέν της κοινής τους πορείας: “Το δουλέψαμε στην προπόνηση, ήρθε σχεδόν αυθόρμητα, βρισκόμασταν όμως και με κλειστά τα μάτια”, μας είχε εξομολογηθεί ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Ο “δράκος” ήταν απόλυτα συνειδητοποιημένος στο πως έπρεπε να “ταΐζει” τόσο τον Γκάλη, όσο και τους υπόλοιπους συμπαίκτες του, ενώ έξοχος πασέρ (όταν ήθελε) ήταν ο Νίκος Γκάλης.
Είχε, βέβαια, και τις … προτιμήσεις του. Ο μύθος λέει ότι φερόταν πολύ καλά στον … Μιχάλη Ρωμανίδη, συγκάτοικός του στις αποστολές, ο οποίος είχε και το πλεονέκτημα να κινείται άψογα χωρίς την μπάλα. Και ο Νίκος Φιλίππου έπαιρνε αρκετές πάσες, αρκεί να μην ήταν … υπερβολικός. Σε ένα ματς στον Σπόρτιγκ, ο Φιλίππου κοιτάζει έκπληκτος το Νικ, που ενώ τον είχε δει μόνο του κάτω από το καλάθι, προτίμησε να κάνει ατομική προσπάθεια: “Νίκο, μόνος μου ήμουν…” λέει στον Γκάλη, που με το χαρακτηριστικό του βλέμμα θα τον προσγειώσει ανώμαλα: “Έλα, έχεις βάλεις 12 πόντους. Πόσους … θες ακόμη;”
Με το μπάσκετ να εξελίσσεται η δεκαετία του’ 80 έβγαλε εξαιρετικούς πασέρ. Ο Τζον Κόρφας, κατά τη γνώμη μας, ήταν ο καλύτερος όλων, πολύ γρήγορος και σπουδαίος στο να ταΐζει τους ψηλούς του ΠΑΟΚ, ειδικά τον Παναγιώτη Φασούλα. Καλός πασέρ ήταν και ο σκόρερ Μπάνε Πρέλεβιτς, ενώ ο “Μάτζικ” Νίκος Σταυρόπουλος, πήρε το παρατσούκλι για τις non look pass, όπως έκανε στο ΝΒΑ ο αυθεντικός Μάτζικ Τζόνσον. Πολύ καλός στο να κάνει ευτυχείς τους συμπαίκτες του και ο Λευτέρης Κακιούσης με τη φανέλα του Ηρακλή.
Οι ιδιοφυΐες της πάσας
Στην Αθήνα ιδιοφυείς ασίστ έδινε ο Φάνης Χριστοδούλου, ο πιο ολοκληρωμένος μπασκετμπολίστας που είδαμε ποτέ στα γήπεδα, λειτουργώντας πολλές φορές σαν πλέι-μέικερ. Ο Θύμιος Μπακατσιάς ήταν επίσης ένας γκαρντ που έπαιζε για την ομάδα σερβίροντας καλά την μπάλα (ειδικά στον Ολυμπιακό του 1994, ήταν εξαιρετικός σε αυτό τον ρόλο) το ίδιος και ο Κώστας Παταβούκας. Ο Σταύρος Ελληνιάδης επίσης είχε το χάρισμα. Και όταν πήγε το 1993 στο Παγκράτι, αναδείχθηκε καλύτερος πασέρ της κανονικής περιόδου (142 ασίστ σε 26 αγώνες, μέσος όρος 5.4).
Προφανώς από τους κορυφαίους μπασκετμπολίστες στο να πασάρει όπως θέλει ήταν ο Άγγελος Κορωνιός. Μπορούσε να βρει τους ξένους του Περιστερίου σε κάθε είδους πτήση προς το καλάθι.
Ήταν και ο προάγγελος για τους σπουδαίους γκαρντ της σύγχρονης εποχής.
Ο Δημήτρης Διαμαντίδης πριν εξελιχθεί σε δολοφονικό σουτέρ τριών πόντων, είχε εξελίξει πάρα πολύ την πάσα του. Παίκτης ομάδας (δεν υπήρξε άλλος καλύτερος σε αυτό το ρόλο) ήταν ο κεντρικός άξονας των πικ εν ρολ του Ομπράντοβιτς. Ο Μάικ Μπατίστ ήταν αυτός που … ωφελήθηκε περισσότερο, όχι ότι δεν τον … χάρηκαν και οι υπό
Αφού σημειώσουμε ότι και ο Νίκος Ζήσης είναι επίσης ένας έξοχος πασέρ (8ος στην λίστα της Ευρωλίγκας) και συνειδητοποιήσουμε πόσο … ευλογημένη ήταν η Εθνική Ομάδα που διέθετε -κάποια στιγμή- στο ίδιο ρόστερ όλους αυτούς που έδιναν τις ασίστ με τη σέσουλα.
Ανάμεσά τους και ο κορυφαίος όλων, πλέον. Ο Βασίλης Σπανούλης. Από την Κυριακή είναι καλύτερος πασέρ του ελληνικού πρωταθλήματος (είναι και της Ευρωλίγκας), αφήνοντας πίσω του, τον Διαμαντίδη. Ο 36χρονος αρχηγός του Ολυμπιακού, συνεχίζει το … βιολί του. Οι δικές του πάσες έκαναν παίκτες όπως ο Χάινς, ο Χάντερ, ο Ντάνστον και ο Μπιρτς να φτιάξουν το όνομά τους στην Ευρώπη. Η δική του ασίστ στον τελικό του 2012, έδωσε στον Γιώργο Πρίντεζη την ευκαιρία να σημειώσει το ιστορικό καλάθι, που έδωσε την κούπα στον Ολυμπιακό.
ΥΓ: Η ιστορία συνεχίζεται. Καλοί πασέρ εξακολουθούν να βγαίνουν από την Ελλάδα. Ο Νικ Καλάθης είναι έξοχος (και οδηγεί τον σχετικό πίνακα με μέσο όρο 8 ασίστ ανά αγώνα) ο Κώστας Σλούκας βρίσκεται πάντα στην πρώτη δεκάδα και οι συμπαίκτες τους … δεν έχουν παρά να τους ευγνωμονούν.