Ο Τάκης Καρατζουλίδης, ένας από τους πρώτους αντιπάλους του Νίκου Γκάλη αλλά και συμπαίκτης του στην Εθνική θυμάται το ντεμπούτο του Γκάνγκστερ. «Κανένας μας δεν είχε συνειδητοποιήσει τι και ποιος ήταν αυτός ο αθλητής» αναφέρει.
Σε blog του στο athletestories εξιστορεί:
Η πρώτη ματιά.
Μία ανυπόμονη ματιά, με όσα είχα και είχαμε ακούσει για τον «παικταρά από την Αμερική».
Η αλήθεια είναι ότι το παρουσιαστικό του δεν σε εντυπωσίαζε.
Ξαφνικά, αντικρίσαμε στο παρκέ έναν παίκτη που ήταν 1,83μ.. Δεν ήταν 2,10.
Είχαμε την πρώτη απορία. «Τι μπορεί, δηλαδή, να κάνει τόσο καλά αυτός;». Δεν τον έβλεπες και έλεγες: «Πω, πω… Και τι γίνεται τώρα;».
Με όσα λίγα είχαμε μάθει, πιστεύαμε ότι θα δούμε ένα θηρίο. Έναν Κοκκολάκη. Κάπως έτσι, σκεφτόμασταν στην προθέρμανση κάτι σαν «εντάξει, θα βρούμε κάποιον να τον μαρκάρει».
Εκείνη την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, έλεγαν χαρακτηριστικά ότι όποιος ξένος ερχόταν στην Ελλάδα ήταν «από το μισό και κάτω». Και όταν είδαμε και το ύψος του Νίκου Γκάλη, καθώς πρώτη φορά αγωνίστηκε σ’ εκείνο το ματς Άρη – Ηρακλή, στις 2 Δεκεμβρίου 1979, θεωρήσαμε αρχικά πως δεν θα ήταν κάτι το διαφορετικό.
Μάλιστα, ήμασταν πολύ κοντά στο να κερδίσουμε τον μεγάλο Άρη της εποχής, ο οποίος είχε στεφθεί πρωταθλητής την περασμένη σεζόν. Όμως ηττηθήκαμε στο τέλος, με σκορ 79-78.
Ένα ματς εναντίον του Άρη ήταν πάντα σημαντικό. Όμως, συχνά η καθημερινότητα του αθλητή σε αναγκάζει να αντιμετωπίσεις κάθε αγώνα σαν «απλώς ένα ακόμη παιχνίδι». Για εμάς, αυτό το βράδυ Κυριακής στο κατάμεστο «Αλεξάνδρειο» ίσως να ήταν, ασυναίσθητα, κάτι τέτοιο. Πού να φανταζόμασταν αυτό που θα επακολουθήσει από αυτόν τον μικρόσωμο 22χρονο με το μαλλί «αφάνα» και το Νο7, τότε, στο στήθος και την πλάτη;
Νομίζω, άλλωστε, ότι κανένας δεν μπορούσε να το σκεφτεί το ένδοξο μέλλον, τότε…
Μου είχαν πει στο φινάλε ότι πέτυχε 30π., όμως είχε χάσει αρκετά σουτ. Φαινόταν ωστόσο από την πρώτη στιγμή, αν και άστοχος στη νέα πραγματικότητα και ζωή του, ότι είχε απίστευτη επαφή με το καλάθι.
Το χαρακτηριστικό που τόνιζε αυτή την ικανότητα του Νικ, γιατί την επαφή με το καλάθι μπορείς να την δεις σε πολλούς παίκτες, ήταν ότι σούταρε χωρίς να σκέφτεται.
Το γεγονός ότι συνέχισε να σουτάρει δίχως να το φιλοσοφεί και ν’ ανησυχεί για τα προηγούμενα άστοχα σουτ, έδειχνε την αυτοπεποίθησή του. Το ένστικτό του ήταν ξεκάθαρο, με μία απλή ματιά. Ήταν σε κακή μέρα, αλλά δεν φοβόταν να πάρει κι άλλες προσπάθειες.
Αργότερα, διαβάσαμε στις εφημερίδες την αφήγηση του συμπαίκτη του, Βαγγέλη Αλεξανδρή, ο οποίος είχε πει του Νίκου μετά το ματς πως «έχασες πολλά σουτ». Ακολούθησε η απάντηση του Νικ: «Πιστεύεις ότι μπορεί να τα χάσω πάλι;»!
Μην ξεχνάτε ότι όταν είσαι μέσα στο παιχνίδι δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς. Η αδρεναλίνη είναι στα ύψη και υπάρχουν πράγματα τα οποία σκέφτεσαι και αναλύεις μετά το ματς.
Την ώρα του αγώνα, ένας μεγάλος σκόρερ σκέφτεται πώς θα σκοράρει για να νικήσει η ομάδα του. Κι εσύ σκέφτεσαι άμεσα τι μπορείς να κάνεις, αν υπάρχουν πράγματα που μπορείς να κάνεις κόντρα σε σπουδαίους αντιπάλους, για να τον σταματήσεις και να βοηθήσεις να κερδίσει η δική σου ομάδα.
Και μόνο που έβλεπες κάποιες κινήσεις του Γκάλη, αισθανόσουν ότι είναι ξεχωριστός. Δεν μιλάω για κάτι εξωπραγματικό, για κάτι απόκοσμο ίσως. Αλλά για τον τρόπο με τον οποίον κινούνταν στο παρκέ, για τις αντιδράσεις του.
Σκέφτηκα κάποια στιγμή, λίγες ημέρες έπειτα από εκείνο το πρώτο του ματς, ότι δείχνει παίκτης που μπορείς να πεις ότι έχει πάντα στο μυαλό του την επόμενη κίνησή του. Αυτό ήταν ενδεχομένως κάτι που τον ξεχώρισε από τους υπόλοιπους.
Ο παρθενικός αγώνας του στην Ελλάδα ήταν ένα παιχνίδι στο οποίο ο Νίκος προσπαθούσε να προσαρμοστεί σ’ όλο αυτό -το νέο για εκείνον- σύστημα. Ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζε και βίωνε την ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Εμείς είχαμε εμπειρία από τέτοια παιχνίδια και ξέραμε τι σημαίνει ένας τέτοιος αγώνας.
Παλαιότερα, είχα πει πως με την παρουσία του στην πρεμιέρα του ήταν σαν να «καπελώνει» τους μεγάλους σταρ του Άρη και κυρίως τον Χάρη Παπαγεωργίου.
Εμείς ήμασταν επικεντρωμένοι στον Παπαγεωργίου και τον Βαγγέλη Αλεξανδρή. Ο Παπαγεωργίου ήταν -όπως αποδείχθηκε, όμως, μέχρι εκείνη τη στιγμή- το Νο1 του Άρη και για τον Γκάλη δεν ξέραμε τι θ’ αντιμετωπίσουμε.
Μέσα στο παιχνίδι, βρέθηκα απέναντί του πολλές φορές.
Ωστόσο, δεν υπήρχε συγκεκριμένη εντολή του προπονητή για το ποιος και πώς θα τον μαρκάρει, διότι ήταν ένας αθλητής άγνωστος σε εμάς και δεν γνωρίζαμε τι κάνει.
Δεν ήταν οι σημερινές εποχές του βίντεο και του σκάουτινγκ, που σου επιτρέπουν να ξέρεις καλά ακόμη κι έναν αντίπαλο που αντιμετωπίζεις για πρώτη φορά.
Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση από εκείνη την πρώτη αναμέτρηση στην οποία ήμασταν αντίπαλοι, και το διαπίστωσα και αργότερα, σαν συμπαίκτες στην Εθνική ομάδα, ήταν η ικανότητά του να μένει στον αέρα.
Είχα μιλήσει μαζί του γι’ αυτό και τον είχα ρωτήσει πώς το καταφέρνει. Μου είχε απαντήσει ότι είναι θέμα γυμναστικής και ραχιαίων ασκήσεων, τις οποίες εκτελεί συνεχώς.
Εγώ, πάντως, δεν το είχα ξαναδεί σε αθλητή, ακόμη και σε παίκτες που έκαναν το ίδιο πρόγραμμα γυμναστικής.
Όλοι θυμόμαστε την χαρακτηριστική φάση στο Ευρωμπάσκετ, ανάμεσα στον Τκατσένκο και τους άλλους δύο Σοβιετικούς, με τους αντιπάλους του να σηκώνονται μπροστά του και να πέφτουν και τον Νικ να παραμένει ακόμη στον αέρα.
Για να ρίξεις «καπάκι», όπως λέγαμε χαρακτηριστικά τότε, στον Γκάλη, έπρεπε να σηκωθεί εκείνος, αλλά εκτός από εσένα να υπάρχει άλλος ένας συμπαίκτης σου, ο οποίος θα έπρεπε να κάνει άλμα μετά τον Γκάλη. Αυτό είναι μία μεγάλη και δύσκολη διαδικασία και κάτι που οι ομάδες προσπάθησαν να δουλέψουν στην προπόνηση. Όμως έμοιαζε ακατόρθωτο…
Αυτό, πάντως, για το οποίο επαληθεύτηκα αργότερα, ήταν η αρχική σκέψη και απορία μου για το πώς θα μπορούσαν στον Άρη να «χωρίσουν» τη μπάλα για τον Νικ και τον Παπαγεωργίου. Δεν γίνεται να έχεις στην ίδια πεντάδα δύο παίκτες αυτού του επιπέδου, δύο καθαρόαιμους σκόρερς.
Δεν είναι κλισέ να λες πως… χρειάζονταν δύο μπάλες. Θα έπρεπε κάποιος να «θυσιαστεί».
Μία τέτοια «θυσία» πραγματοποιήθηκε και λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Άρης απέκτησε τον Παναγιώτη Γιαννάκη.
Με τον Παναγιώτη ήμασταν συγκάτοικοι στην αποστολή της Εθνικής για το Προ-Ολυμπιακό τουρνουά του 1984, καλοκαίρι που από τον Ιωνικό Νικαίας μετακόμισε στον Άρη.
Θυμάμαι ότι τον είχα ρωτήσει πώς και αποφάσισε να πάει σε μία ομάδα στην οποία ξέρει τι θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει.
Γιατί πολλοί ξεχνούν ότι ο Γιαννάκης ήταν στον Ιωνικό ένας σκόρερ ισάξιος του Γκάλη…
Η απορία ήταν πώς θα βρεθούν δύο μπάλες για τον Γιαννάκη και τον Νικ. Ο Παναγιώτης μού απάντησε απλώς «θα δεις».
Μερικά χρόνια αργότερα το συζητήσαμε και πάλι και του είπα εγώ πως κατάλαβα ότι μ’ εκείνο το «θα δεις» εννοούσε ότι είχε ήδη αποφασίσει να θυσιάσει ο ίδιος το παιχνίδι του, ώστε να «κάνει χώρο» για τον Γκάλη στην επίθεση.
Τον Γκάλη τον «ένιωθε», όπως λέμε στο μπάσκετ, η αντίπαλη άμυνα. Αλλά ο Γιαννάκης ήταν εκείνος που έκανε τα πάντα στο γήπεδο. Από την άμυνα και την οργάνωση ως τη «βρώμικη» δουλειά και συχνά δεν του αναγνωριζόταν αυτή η προσφορά. Αν, όμως, ο Γιαννάκης δεν είχε αποφασίσει να κάνει λίγο πίσω, δεν θα υπήρχε ο μεγάλος Άρης, όπως τον μάθαμε στη συνέχεια.
Για τον Γκάλη, βεβαίως, υπήρχε εξαρχής ένας ντόρος γύρω από το όνομά του και το ταλέντο του. Δεν είχαμε μεν εικόνα του, όμως είχαμε διαβάσει ότι ήταν τρίτος σκόρερ του NCAA με το πανεπιστήμιο του Σίτον Χολ. Σε μία σεζόν στο πανεπιστημιακό πρωτάθλημα των Η.Π.Α. στην οποία δεύτερος σκόρερ ήταν ο μετέπειτα θρύλος των Μπόστον Σέλτικς, Λάρι Μπερντ!
Το παρουσιαστικό του και η εικόνα από το πρώτο δείγμα του δεν σου έδινε κάτι για να προβλέψεις τι θα επακολουθήσει. Να σας πω την αλήθεια, πιστεύω πως ούτε στον Άρη θα μπορούσαν τότε να διανοηθούν κάτι τέτοιο.
Κακά τα ψέματα, ο Νίκος άλλαξε τα δεδομένα όχι μόνο του ελληνικού, αλλά του ευρωπαϊκού μπάσκετ, με μία εκπληκτική καριέρα που τον έφερε ως το Hall Of Fame.
Λόγω του Νίκου, «εκτοξεύθηκαν» οι αμοιβές όλων των αθλητών σ’ όλη την Ευρώπη. Δεν ήταν δυνατόν να έχεις στην ομάδα σου ένα παίκτη ο οποίος αμειβόταν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα με 300 εκατομμύρια ετησίως και ο δέκατος παίκτης στο ρόστερ να πληρωθεί με ένα.
Ακόμη και οι συμπληρωματικοί παίκτες άρχισαν να κερδίζουν 30 ή 40 εκατομμύρια. Από την άλλη, ο κύριος αντίπαλός σου πόσα θα πρέπει να πάρει; Δεν θα κερδίσει 300, σαν τον Νίκο, αλλά από τα 20-30 που λάμβανε, έφτασε στα 100.
Όλα όσα έφεραν ο ερχομός και οι αμοιβές του Γκάλη ήταν αλυσιδωτά.
Ο Νίκος δεν θα παραδεχθεί ποτέ κάτι τέτοιο. Άλλωστε, όταν ήρθε από την Αμερική, ήταν ένας συνειδητοποιημένος επαγγελματίας ανάμεσα σε ερασιτέχνες.
Ήταν πάντα όπως έδειχνε. «Κλειστός» χαρακτήρας. Ήταν ένας παίκτης που είχε τις ιδιορρυθμίες του.
Εγώ τον έζησα πιο πολύ ως συμπαίκτη στην Εθνική ομάδα. Σε ένα ταξίδι, σε μία αποστολή για μία διοργάνωση, είσαι με τον άλλον τόσες μέρες και ώρες καθημερινά, που θες δεν θες, μιλάς.
Όμως ήταν έτσι όπως ακριβώς έγινε γνωστός και αργότερα. Ένας κλειστός τύπος. Ακόμη και όταν μιλούσε, ήταν μαζεμένος. Μέχρι και η χαρά του για κάτι, για μία νίκη ή έναν τίτλο, ήταν σχεδόν «κλειστή»!
Δεν υπήρχε εκτός γηπέδου τίποτα αυθόρμητο στον Νίκο και δεν ξέρω και αν υπάρχει και ακόμη και σήμερα. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στο μπάσκετ.
Ακόμη και στο Ευρωμπάσκετ του 1987, λίγες ήταν οι φορές που τον είδαμε χαμογελαστό. Ήταν ένας πολύ «focus» χαρακτήρας. Αφοσιωμένος σ’ αυτό που έκανε και δεν πιστεύω ότι άλλαξε ποτέ αυτό.
Εκείνο το παρθενικό ματς του Γκάλη στην Ελλάδα θα μπορούσε να έχει τίτλο «η αρχή». Ή κάτι σαν «η απροσδόκητη αρχή» ή το «ξεκίνημα μίας νέας λαμπρής περιόδου» για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η συνέχεια, βεβαίως, νομίζω ότι ήταν πολύ πιο εκφραστική και αποτύπωσε καλύτερα και χωρίς λόγια τα όσα εκπληκτικά συνέβησαν.
Κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί στις 2 Δεκεμβρίου 1979 τι θα ακολουθήσει.
Ο Άρης, εκείνη τη σεζόν, δεν κατέκτησε το πρωτάθλημα, μένοντας τρίτος και πίσω από τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, στην τελική φάση. Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί τι θα γίνει στη συνέχεια με αισιοδοξία; Κάτι αντίστοιχο έγινε και με την Εθνική.
Ήμουν συμπαίκτης του στο ντεμπούτο του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, στο Προ-Ολυμπιακό τουρνουά του 1980, στο Βεβέ. Στην πρεμιέρα, στις 6 Μαΐου, ηττηθήκαμε απρόσμενα (79-71) από την Σουηδία και εκείνη η ήττα μάς κόστισε την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας… Λόγω του μποϊκοτάζ των Αμερικανών και πολλών άλλων χωρών, αν είχαμε νικήσει τους Σουηδούς, θα είχαμε προκριθεί.
Αυτό το αναφέρω απλώς για να τονίσω ότι η επιρροή του Γκάλη στο ελληνικό μπάσκετ δεν ήταν άμεση.
Χρειάστηκε να περάσει ένας χρόνος ώστε να φτάσει στο επίπεδο που ο ίδιος επιθυμούσε, αλλά και ν’ αρχίσουν να τον καταλαβαίνουν οι συμπαίκτες του τόσο στον Άρη όσο και στην Εθνική. Μέχρι τότε, ακόμη και οι συμπαίκτες, μάλλον, τον έβλεπαν σαν αντίπαλο…
Τους πρώτους μήνες της παρουσίας του στη Θεσσαλονίκη, όσο κι αν ξεχώριζε κάποιος τις ικανότητες και το ταλέντο του, κανένας δεν πίστευε ότι θα κατάφερνε να επισκιάσει εκείνες τις φίρμες του Άρη. Κανένας δεν πίστευε ότι το όνομα αυτό θα ξεπερνούσε σε δεινότητα σκόρερ τον Χάρη Παπαγεωργίου.
Έναν παίκτη ο οποίος σκόραρε στο πρωτάθλημα του Άρη το 1979 μ.ό. 29π. κόντρα στους καλύτερους αμυντικούς και μάλιστα χωρίς γραμμή του τριπόντου. Λίγοι θα περίμεναν ότι εκείνος ο τύπος των 183 εκατοστών θα κατόρθωνε να επισκιάσει έναν φυσικό σουτέρ σαν τον Χάρη.
Έχουν περάσει τόσα χρόνια από εκείνο το ματς και ομολογώ ότι δεν μπορώ να θυμηθώ κάθε λεπτό του. Ήταν μία ήττα και κυρίως όλοι παραμιλούσαμε γιατί λέγαμε στα αποδυτήρια ότι χάσαμε μία μεγάλη ευκαιρία να νικήσουμε τον πρωταθλητή. Ούτε που θα μπορούσα τότε να σκεφτώ ότι αυτός ο αγώνας θα ήταν η απαρχή ενός τόσο σπουδαίου παίκτη.
Κανένας μας δεν είχε συνειδητοποιήσει τι και ποιος ήταν αυτός ο αθλητής που είχε έρθει στα μέρη μας από την Αμερική. Μία άφιξη σε μία χώρα στην οποία το πρώτο δείγμα γραφής του Γκάλη έφερε γκρίνια, κριτική, μερική απογοήτευση και απορίες τύπου «μήπως γίνεται χωρίς λόγο τόσος θόρυβος;». «Μήπως όλοι είναι ελαφρώς υπερβολικοί με αυτόν τον νέο παίκτη;».
Ίσως ακούστηκε υπερβολική -μερικές ημέρες αργότερα από το ντεμπούτο του- και η δέσμευση του Νίκου πως «σας δίνω τον λόγο μου ότι θα παίξω μεγάλο μπάσκετ».
Μία «υπόσχεση», όμως, την οποία κράτησε και εκπλήρωσε.