Ο Σπύρος Γκόντας αποχώρησε από την ενεργό δράση ως διαιτητής και σε συνέντευξή του αποκάλυψε πως όταν ξεκίνησε τη διαιτησία ήταν… τρελαμένος φίλαθλος του Άρη, ενώ παραδέχθηκε πως το μεγαλύτερο λάθος του το έκανε στον αγώνα των κίτρινων στη Δράμα με τον ΚΑΟΔ!
Αναλυτικά όσα δήλωσε στο sport24.gr:
– Υπήρχε κάποιος που να λειτούργησε ως μέντορας ή σύμβουλός σου, κάποιος διαιτητής που ήταν πρότυπο για σένα, όταν ξεκινούσες;
“Την εποχή εκείνη, το 1989 που έγινα διαιτητής, πρότυπο ήταν κυρίως ο Κώστας Ρήγας, αλλά υπήρχαν κι άλλα παιδιά που τότε ξεκινούσαν και είχαν ταλέντο, όπως ο Νίκος Πιτσίλκας, ο Λάζαρος Βορεάδης και ο Στέλιος Κουκουλεκίδης, που άρχισαν να ανεβαίνουν τις κατηγορίες. Ταυτόχρονα ήμουν τρελαμένος φίλαθλος του Άρη, παρότι ζούσα και μεγάλωνα στην Αθήνα. Με αποτέλεσμα, όπου έπαιζε ο Άρης, να είμαι εκεί. Έχω δει αμέτρητα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ. Όταν έγινα διαιτητής, αυτό μου έδινε την ευκαιρία να βλέπω από κοντά κάποιους αγώνες, παρατηρώντας παράλληλα τους διαιτητές και το πώς λειτουργούν. Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι ήμουν παρών στο πρώτο ντέρμπι του Νίκου Πιτσίλκα σε τελικό ανάμεσα σε Άρη και ΠΑΟΚ. Είχα ζήσει όλη τη διαδικασία τότε. Περάσαμε να τον πάρουμε από τη Λάρισα με αμάξι και τον είχε πιάσει το στομάχι του από το άγχος. Είχα λοιπόν την ευκαιρία τόσο να ζω από κοντά τα κορυφαία ντέρμπι της εποχής, όσο και να βλέπω από κοντά τους κορυφαίους διαιτητές”.
– Ξέρεις, τώρα όποιος το διαβάσει αυτό θα ανατρέξει σε όλους τους αγώνες του Άρη που έχεις σφυρίξει, για να δει τι έδωσες και τι δεν έδωσες.
(γελάει) “Κι όμως, το μεγαλύτερο λάθος, το έχω κάνει σε αγώνα του Άρη. Στο παιχνίδι με τον ΚΑΟΔ, το 2012/13, όταν είχα δώσει τεχνική ποινή στον Μοχάμεντ Πάσαλιτς στο τελευταίο δευτερόλεπτο, που έβρισε κάποιον στον πάγκο του ΚΑΟΔ. Έδωσα το “Τ” και έκρινα το αποτέλεσμα”.
– Αυτό είναι ένα θέμα που συζητάμε όλοι: το γράμμα και το πνεύμα του νόμου. Με τη λογική ότι ένας διαιτητής μπορεί να κρίνει το αποτέλεσμα, όπως έγινε. Τι κάνεις τότε;
“Το μετανιώνεις μετά. Όχι αμέσως, γιατί μπαίνει ο εγωισμός στη μέση. Με το πέρασμα του καιρού κατάλαβα ότι είχα κάνει λάθος. Μετά από περίπου ένα μήνα αποδέχθηκα εσωτερικά ότι έσφαλα. Το ξερα ότι έπρεπε να αντιδράσω διαφορετικά”.