Στην ανάγκη βελτίωσης των υποδομών στις μικρές ηλικίες τόσο στην Εθνική ομάδα όσο και στο ελληνικό ποδόσφαιρο αναφέρθηκε ο Σέρχιο Μαρκαριάν.
Ο ομοσπονδιακός τεχνικός μίλησε στην εφημερίδα «Real News» για την ομαδική δουλειά που χρειάζεται προκειμένου να έρθουν οι επιτυχίες στην Εθνική ομάδα, αλλά και το χαμηλό επίπεδο του ποδοσφαίρου στη χώρα μας.
Αναλυτικά οι δηλώσεις του Μαρκαριάν:
Για την ποιότητα των ποδοσφαιριστών: «Δεν υπάρχουν πια οι παίκτες που είχαμε. Οι δύο τελευταίοι είναι ο Καραγκούνης και ο Κατσουράνης, μια δεκαετία μετά την κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος το 2004, που ήταν τα καλύτερα χρόνια στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Βρίσκεται χαμηλότερα το ελληνικό ποδόσφαιρο και εγώ αυτό παρέλαβα».
Για το παιχνίδι με τα Νησιά Φερόε και πόσο μπορεί αυτό να κλείσει πληγές: «Παρότι θα είμαστε έτοιμοι για το παιχνίδι με τα Νησιά Φερόε, όπου θα τα δώσουμε όλα για τη νίκη εξαντλώντας τις πιθανότητές μας για πρόκριση, εντούτοις ούτε το αποτέλεσμα αυτό, ούτε η πρόκριση κατά τη γνώμη μου αποτελούν λύση για την οργάνωση και τη δημιουργία ενός βιώσιμου, σταθερού και με προοπτική μέλλοντος ποδοσφαιρικού οικοδομήματος».
Για τη δουλειά που πρέπει να γίνει στην εκπαίδευση των νέων ποδοσφαιριστών:«Σίγουρα δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Βρήκα παίκτες που παίζουν στην Ευρώπη και αυτοί είναι η βάση της ομάδας. Επίσης, υπάρχουν ποδοσφαιριστές με ποιότητα που αγωνίζονται στην Ελλάδα και με όλους αυτούς θα φτιάξουμε μια ομάδα που θέλουμε να κερδίσει το χαμένο έδαφος στα προκριματικά του Euro 2016. Ωστόσο, η λύση είναι να αλλάξουμε την εκπαίδευση όταν οι παίκτες είναι υπό διαμόρφωση, όταν μπορείς να τους πλάσεις. Πόσα παιχνίδια παίζει ένας Έλληνας από τα 15 του μέχρι να φτάσει στην πρώτη ομάδα; 30 ματς όταν είναι 15 ετών, άλλα 30 όταν είναι 17 και άλλα 30 όταν είναι 19. πάει στην πρώτη ομάδα με 90 παιχνίδια και πρέπει να περιμένει να φύγουν οι ξένοι για να πάρει μια ευκαιρία.
Στην Ολλανδία για παράδειγμα ή στην Ουρουγουάη, ο νεαρός ποδοσφαιριστής δίνει 30-40 παιχνίδια σε μια διαδικασία που διαρκεί περισσότερο, διότι συμμετέχει σε ματς επτά κατηγοριών. Τον περιμένουν δηλαδή 200-250 αγώνες και όταν ανεβαίνει στην πρώτη ομάδα έχει σίγουρα την ευκαιρία να παίξει. Η Ελλάδα πρέπει να φτιάξει μίνιμουμ άλλες δύο κατηγορίες. Ένας 15άρης αγωνίζεται μια χρονιά, αλλά τον επόμενο χρόνο δεν έχει που να παίξει γιατί είναι πιο μικρός απ’ όσο πρέπει στην κατηγορία των 17. Σε αυτό το διάστημα επομένως δεν προετοιμάζεται σωστά, ενώ σε άλλες χώρες οι παίκτες αντίστοιχης ηλικίας προετοιμάζονται άρτια κάθε χρόνο. Βλέπεις παιδιά στο Mundial κάτω των 17 και μοιάζουν άνδρες».
Για τη στελέχωση των ομάδων: «Εκτός από την εκπαίδευση, πρέπει να βελτιώσουμε τους προπονητές και τους γυμναστές. Δεν γίνεται να μην υπάρχει γυμναστής στις ομάδες των μικρών ηλικιών. Δεν γίνεται να μην υπάρχει γιατρός. Αν κάνουμε τις αλλαγές που πρέπει, δεν θα έχουμε στην Ελλάδα το καλό ποδόσφαιρο για δέκα χρόνια, αλλά για πάντα. Το ποδόσφαιρο ξέρετε, φτάνει εκεί που η εκπαίδευση δεν φτάνει. Στο ποδόσφαιρο μπορείς να έχεις επαφή με τους γονείς.
Να υπάρχει μια κεντρική ομάδα με έναν προπονητή, έναν γιατρό, έναν γυμναστή, έναν ψυχολόγο και να μιλούν μαζί τους για την ψυχολογία ενός παιδιού 13 ετών. Η παραδοσιακή εκπαίδευση αυτά τα ζητήματα δεν τα λύνει. Το ποδόσφαιρο μπορεί. Πρέπει επίσης να τους δώσουμε καλά παραδείγματα. Στην Ελλάδα υπάρχει ο Καραγκούνης, αλλά δεν τον χρησιμοποιούμε όπως πρέπει».
Για την παραγωγή νέων ποδοσφαιριστών: «Σιγά-σιγά πρέπει να βρούμε καινούργιους παίκτες. Δεν είναι καλή η στιγμή, η πίεση είναι μεγάλη. Πρέπει όμως, να προσπαθήσουμε. Να αξιοποιήσουμε ποδοσφαιριστές όπως ο Καρνέζης, ο Τοροσίδης, ο Παπασταθόπουλος, ο Μανωλάς και οι άλλοι, που έχουν πείρα και είναι η βάση μας και σταδιακά να βρούμε νέους. Γι’ αυτό είναι μαζί μου ο Κολοβός, ο Φούντας, ο Τασουλής ή αργότερα ο Φετφατζίδης και ο Φορτούνης».
Για το μέλλον του στην ομάδα: «Η διαδικασία είναι η διοίκηση της ΕΠΟ και ο Καραγκούνης. Ο προπονητής δεν έχει πολύ χρόνο. Εγώ έχω συμβόλαιο για λίγους μήνες και θα προσπαθήσω για το καλύτερο τόσο για την εθνική όσο και για μένα. Αλλά όταν φύγω, θα τελειώσει ό,τι αποφασίσαμε; Πρέπει να επιλεγεί ένας δρόμος και να περπατήσουμε σε αυτόν, όποιος και να είναι ο προπονητής».
Για το αν νιώθει ξεχωριστά που ηγείται της εθνικής ομάδας: «Είναι κάτι παραπάνω από δουλειά. Δεν νιώθω ξένος, ούτε αλεξιπτωτιστής. Έχω δουλέψει στην Ελλάδα. Κάτι κέρδισα, κάτι άφησα, κάτι πιστεύει ο κόσμος για μένα. Έχω ρίζες στην Αρμενία και εμείς οι Αρμένιοι είμαστε κοντά της. Έχουμε κοινά στοιχεία στην κουλτούρα μας. Έχω φίλους, παίκτες που με ξέρουν και πάνω απ’ όλα περηφάνια για τη δουλειά μου στην Ελλάδα. Αισθάνομαι άνετα εδώ. Μόνο με τη γλώσσα έχω δυσκολία, όμως προσπαθώ κάθε μέρα να βελτιώνομαι».
Για τον ποιο θεωρεί καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή: «Πρώτα είναι η ομάδα. Αλλά την ομάδα τη φτιάχνεις παίκτες. Είναι ένας κύκλος. Πρέπει να υπάρχει μια λειτουργία με τους καλύτερους φτιάχνεις ένα κομμάτι της. Έτσι πρέπει να δουλέψουμε. Ομαδικά. Άλλωστε έτσι προέκυψαν οι μεγάλες επιτυχίες της εθνικής».
Για το κλίμα στην ομάδα: «Με τους παίκτες ήμουν μαζί μια εβδομάδα. Και είδα ότι ο Καραγκούνης είναι σαν πατέρας ή σαν μεγάλος αδερφός. Ακόμη νιώθει στην καρδιά του ποδοσφαιριστής και τα παιδιά έχουν πολύ καλή επαφή μαζί του. Καλό είναι αυτή η οικογένεια να διευρυνθεί. Μέσα και η ΕΠΟ και όσοι δουλεύουν για την ομάδα. Σε αυτήν πρέπει να ενταχθούν ομαλά οι καινούργιοι παίκτες και πάνω απ’ όλα όσοι δεν είναι στην αποστολή. Δυστυχώς δεν υπάρχει χώρος για 50 ποδοσφαιριστές. Όταν καλώ 23, ξέρω ότι υπάρχουν άλλοι 23 που περιμένουν. Για εμένα κανένας από αυτούς δεν είναι έξω από την οικογένεια».
Για την πίεση που υπάρχει για αποτελέσματα: «Ο κόσμος θέλει πάντα νίκες. Σε όλες τις χώρες. Υπάρχει κάτι καλό όμως. Όταν παίξαμε στην Ουγγαρία δεν νικήσαμε, αλλά την άλλη μέρα, ένιωσα ότι ο κόσμος ήταν ικανοποιημένος. Γιατί κατάλαβε ότι προσπαθήσαμε. Είδε ότι ύστερα από τέσσερις μέρες δουλειάς, η ομάδα έδειξε στο γήπεδο ό,τι κάναμε στις προπονήσεις.
Αν ο Θεός μας δώσει την ευκαιρία να προκριθούμε, θα αντιμετωπίσουμε μεγάλες ομάδες και εκεί πρέπει να προσέξουμε. Ίσως αλλάξουμε το στιλ μας για να πάρουμε αποτέλεσμα. Ως προπονητής έχω διπλή ευθύνη. Και να προσπαθώ να νικάμε και να παρουσιάζουμε το καλύτερο ποδόσφαιρο που μπορούμε».