Αρχηγικό ρόλο δίνει η αστυνομία στον Γιώργο Σπανό στην “εγκληματική ομάδα” όπως την χαρακτηρίζει που διέπραττε συστηματικά λαθρεμπόριο ναυτιλιακού πετρελαίου.
Η ανακοίνωση της αστυνομίας αναφέρει: “Εξαρθρώθηκε μετά από πολύμηνη μεθοδική έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Δυτικής Αττικής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, πολυμελής εγκληματική ομάδα η οποία από διετίας και πλέον διέπραττε συστηματικά λαθρεμπόριο ναυτιλιακού πετρελαίου.
Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης παρακρατούσαν ναυτιλιακό πετρέλαιο μετά από ανεφοδιασμό πλοίων ναυτιλιακών εταιρειών και στη συνέχεια το διοχέτευαν σε πρατήρια υγρών καυσίμων, όπου, μετά από πρόσμιξη με πετρέλαιο κίνησης το διέθεταν και πάλι στην αγορά.
Χθες και σήμερα, κατά την διάρκεια οργανωμένης και συντονισμένης επιχείρησης συνελήφθησαν σε διάφορες περιοχές της Αττικής δέκα πέντε (15) ημεδαποί – μέλη της εγκληματικής οργάνωσης ηλικίας από 36 έως 62 ετών.
Σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία για σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, λαθρεμπορία υγρών καυσίμων σε βαθμό κακουργήματος, απάτη κατ΄ επάγγελμα και κατ΄ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες («ξέπλυμα βρώμικου χρήματος»), ενεργητική και παθητική δωροδοκία κατ΄ εξακολούθηση και κατάχρηση εξουσίας.
Στους συλληφθέντες περιλαμβάνονται και δύο κρατικοί υπάλληλοι και ειδικότερα ανώτερος υπάλληλος του ΥΠ.Ε.Κ.Α. και υπάλληλος του Α΄ Τελωνείου Πειραιά, οι οποίοι είχαν ενταχθεί στην εγκληματική οργάνωση με τον διακριτό ρόλο να ενημερώνουν για επικείμενους ελέγχους.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται και άλλοι εννιά (9) ημεδαποί – μέλη της εγκληματικής οργάνωσης οι οποίοι αναζητούνται.
Αρχηγικό ρόλο στην οργάνωση είχαν ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος εταιρείας εμπορίας πετρελαιοειδών και δύο ακόμα άτομα, υπάλληλος και συνεργάτης της ίδιας εταιρείας.
Η μεθοδολογία που ακολουθούσε η εγκληματική οργάνωση διακρίνονταν σε διαφορετικά-επιμέρους επίπεδα δράσης, σε όλη τη διαδικασία μεταφοράς, διακίνησης, παράδοσης και παραλαβής ναυτιλιακού καυσίμου.
Πιο αναλυτικά, όπως προέκυψε από την έρευνα, αρχικά οι οδηγοί βυτιοφόρων-υπάλληλοι της εταιρείας, κατά την μετάβασή τους στα σημεία ελλιμενισμού διαφόρων πλοίων, ανά την επικράτεια (πλοία ακτοπλοϊκών γραμμών, επαγγελματικά και ποντοπόρα) δεν παρέδιδαν ολόκληρη την ποσότητα του πετρελαίου, η οποία αναγράφονταν στα παραστατικά.
Ακολούθως, το υπόλοιπο του πετρελαίου το επέστρεφαν στην εταιρεία και στη συνέχεια οι αρχηγοί της εγκληματικής οργάνωσης το διέθεταν εκ νέου στο εμπόριο, μέσω «συνεργαζόμενων» πρατηρίων υγρών καυσίμων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις το επαναδιέθεταν αυτούσιο στους πλοιοκτήτες. Μέχρι στιγμής έχει προκύψει ότι η εγκληματική οργάνωση “συνεργαζόταν” με δώδεκα (12) πρατήρια υγρών καυσίμων στην Αττική.
Επιπλέον προέκυψε ότι, σε πολλές περιπτώσεις, άτομα που εμπλέκονταν στη διαδικασία μεταφοράς, διακίνησης, παράδοσης και παραλαβής των καυσίμων, ενεργούσαν και για λογαριασμό τους.
Ειδικότερα, υπάλληλοι-οδηγοί των βυτιοφόρων, κατά την επιστροφή του παράνομα παρακρατηθέντος ναυτιλιακού καυσίμου, δεν το επέστρεφαν στο σύνολό του, αλλά παρακρατούσαν και για ίδιο όφελος μεγάλες ποσότητες, τις οποίες διέθεταν με χαμηλότερη τιμή σε συγκεκριμένους πρατηριούχους, αποκομίζοντας έτσι μεγάλα χρηματικά ποσά.
Σε άλλη περίπτωση μηχανικός πλοίου, ο οποίος συνελήφθη, είχε παρακρατήσει για ίδιο όφελος έντεκα (11) τόνους ναυτιλιακό καύσιμο και προσπαθούσε να βρει τρόπο να το διαθέσει στους οδηγούς των βυτιοφόρων, με διαγραφόμενη την προοπτική για συνεχή ανεφοδιασμό του συγκεκριμένου πλοίου και παράνομη παρακράτηση 3 έως 4 τόνων καυσίμων εβδομαδιαίως.
Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης για να ξεπερνούν τις διαδικασίες ελέγχου κατά την παράδοση στα ελλιμενισμένα πλοία των ποσοτήτων που είχαν παραγγελθεί (πετρέλευση) και να παραπλανούν τους αρμόδιους Τελωνειακούς υπαλλήλους ελεγκτές ή τους υπεύθυνους των πληρωμάτων για την παραλαβή του καυσίμου, χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα τεχνάσματα.
Ενδεικτικά, σε προσυνεννόηση με συγκεκριμένο χειριστή γεφυροπλάστιγγας για βαριά οχήματα στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά, εμφάνιζαν πλασματικές μετρήσεις κατά την ζύγιση του βυτιοφόρου. Οι πλασματικές μετρήσεις πραγματοποιούνταν με παρέμβαση από πριν στο λογισμικό των ηλεκτρονικών συστημάτων της γεφυροπλάστιγγας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται το «κατά παραγγελία» επιδιωκόμενο κάθε φορά αποτέλεσμα. Για την άμεση συνέργεια στη διαδικασία αυτή ο χειριστής γεφυροπλάστιγγας, ελάμβανε ως αμοιβή για κάθε μετρικό τόνο 150€, (ένας μετρικός τόνος πετρελαίου ισούται με 1.200 λίτρα).
Στη περίπτωση όμως που ο αρμόδιος για την παραλαβή του καυσίμου συνεργούσε στην απάτη, στο να παραλάβει δηλαδή λιγότερη από την ποσότητα που αναγράφονταν στα παραστατικά, δεν πραγματοποιούσαν ζύγιση ή κατέστρεφαν τα ζυγολόγια.
Σε άλλες περιπτώσεις γέμιζαν με νερό κάποιο από τα διαμερίσματα της δεξαμενής του βυτιοφόρου, αυξάνοντας έτσι τεχνηέντως το μικτό βάρος του οχήματος, το οποίο μετά την αφαίρεση του απόβαρου, προσμετρούνταν ως μεταφερόμενο καύσιμο.
Στην εγκληματική οργάνωση είχε ενταχθεί υπάλληλος του Α΄ Τελωνείου Πειραιά, ο οποίος έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων, ενημέρωνε για επικείμενους ελέγχους στα πλωτά μέσα που διέθετε η εταιρεία για την διακίνηση του ναυτιλιακού καυσίμου, αποφεύγοντας έτσι ενδεχόμενες ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.
Για τον ίδιο λόγο, η εγκληματική οργάνωση ενημερωνόταν για επικείμενους ελέγχους από ανώτερο υπάλληλο του ΥΠ.Ε.Κ.Α., ο οποίος, λόγω της ιδιότητάς του, είχε πρόσβαση σε στοιχεία για προγραμματισμένους ελέγχους της Υπηρεσίας του ή άλλων συναρμόδιων Υπηρεσιών (εντολές ελέγχου) και γνώριζε εκ των προτέρων λεπτομέρειες για τον χρόνο και τις περιοχές όπου επρόκειτο να κινηθούν τα αρμόδια συνεργεία ελέγχου.
Σε έρευνες που ενεργήθηκαν στις εγκαταστάσεις της εταιρείας και σε «συνεργαζόμενο» πρατήριο βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
– 8.000 λίτρα παρανόμως παρακρατηθέντος diesel κίνησης ναυτιλίας (marine diesel),
– 5 βυτιοφόρα μεταφοράς καυσίμων.
– 18.400 Ευρώ σε μετρητά.
Από τα στοιχεία της έρευνας διαφαίνεται ότι η εγκληματική οργάνωση λειτουργούσε τουλάχιστον την τελευταία διετία, έχοντας διαθέσει σε πρατήρια υγρών καυσίμων περίπου 4.500.000 λίτρα ναυτιλιακού πετρελαίου.
Οι αναλογούντες διαφυγόντες δασμοί και φόροι υπερβαίνουν το ποσό των 3.500.000€.
Εκτιμάται ότι το μέγεθος της εγκληματικής δραστηριότητας της οργάνωσης είναι πολύ μεγαλύτερο και στο πλαίσιο αυτό συνεχίζονται οι έρευνες προκειμένου να διερευνηθεί όλο το εύρος της λαθρεμπορίας καυσίμων και απάτης σε βάρος ναυτιλιακών εταιρειών.
Οι συλληφθέντες με την δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος τους οδηγούνται απογευματινές ώρες σήμερα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά”.