Η δίκη, που αναμενόταν με ανυπομονησία στην Αργεντινή και επρόκειτο ν’ αρχίσει τον επόμενο μήνα, με κατηγορούμενους πολλούς επαγγελματίες υγείας για πιθανή αμέλεια που οδήγησε στον θάνατο του Ντιέγκο Μαραντόνα το 2020, αναβλήθηκε εκ νέου, για τις 11 Μαρτίου.
Το δικαστήριο του Σαν Ισίντρο, στο βόρειο τμήμα του Μπουένος Άιρες, με ψήφους 2-1 «έκανε δεκτό το αίτημα για αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας» που ζήτησαν οι συνήγοροι των τριών από τους οκτώ κατηγορούμενους, καθώς δεν υπήρξε αντίρρηση από τα άλλα μέρη της διαδικασίας.
Η δίκη διεκόπη για τις 11 Μαρτίου 2025 στις 9:30 π.μ. (12:30 μ.μ. GMT). Αυτή είναι η δεύτερη αναβολή της, καθώς αρχικά είχε προγραμματιστεί για τον Ιούνιο και αναβλήθηκε για την 1η Οκτωβρίου.
Ωστόσο, μια εκ των κατηγορουμένων, η νοσοκόμα, Γκιζέλα Μαντρίντ, η οποία από την αρχή είπε ότι είχε ακολουθήσει μόνο τις οδηγίες των γιατρών, είχε ζητήσει να δικαστεί χωριστά, κάτι που αναμένεται να γίνει στις 2 Οκτωβρίου, σύμφωνα με την σχετική ανακοίνωση.
Η αναβολή που ζητήθηκε για άλλη μια φορά για την κύρια δίκη επικαλείται καθυστέρηση που «θα αποδυνάμωνε το δικαίωμα της υπεράσπισης», καθώς και δυνητικά προβληματικό ταυτόχρονο με τη δίκη της νοσοκόμας.
Ο Μαραντόνα, σύμβολο της Αργεντινής και θρύλος του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, πέθανε σε ηλικία 60 ετών από καρδιοαναπνευστική κρίση στις 25 Νοεμβρίου 2020, μόνος σε ιατρικό κρεβάτι σε κατοικία στην πόλη Τίγκρε, όπου ανάρρωνε μετά από νευροχειρουργική επέμβαση για αιμάτωμα στον εγκέφαλο.
Δύο φορές, το 2022 και στην συνέχεια μετά από έφεση τον Μάρτιο του 2023, τα δικαστήρια επιβεβαίωσαν μια επερχόμενη δίκη για την ιατρική του ομάδα, για πιθανή αμέλεια που οδήγησε στον θάνατό του.
Μεταξύ αυτών των οκτώ ιατρών, βρίσκονται ένας νευροχειρουργός και θεράπων ιατρός, ένας κλινικός ιατρός, ένας ψυχίατρος, ένας ψυχολόγος, ένας επικεφαλής νοσηλευτής και νοσηλευτές, οι οποίοι παραμένουν ελεύθεροι.
Τα δικαστήρια χαρακτήρισαν το συμβάν ως «ανθρωποκτονία με dolus eventualis», δηλαδή αδίκημα που χαρακτηρίζεται όταν ένα άτομο διαπράττει αμέλεια, γνωρίζοντας ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε θάνατο και τιμωρείται με φυλάκιση από 8 έως 25 χρόνια.