Έζησαν τρεις ξεριζωμούς σε σαράντα χρόνια. Ο πρώτος το 1922, ως απόρροια της ανταλλαγής πληθυσμών, που ακολούθησε τη Μικρασιατική καταστροφή.
Ένας επόμενος το 1955, μετά από μια νύχτα κατασκευασμένης οργής των Τούρκων, οι οποίοι δεν άφησαν ελληνικό μαγαζί όρθιο στην Πόλη. Τελευταίος το 1963, με τα απομεινάρια του ελληνισμού να ξεπροβοδούν τη βυζαντινή γενέτειρά τους. Τρεις διωγμοί, πολύς πόνος, αμέτρητες χαμένες περιουσίες, ένα κεφάλι ψηλά.
Έζησα προσωπικά (ως αθλητής και προπονητής) για τρεις δεκαετίες σχεδόν αυτό το ευφυές, πληγωμένο κεφάλι ν’ αγωνίζεται για να κατεβάσει ιδέες επιβίωσης και συσπείρωσης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, στην κιτρινόμαυρη ομάδα του Α.Σ. Πέρα, μνήμη της γενέθλιας γειτονιάς τους. Δεν γκρίνιαξαν ποτέ, δεν εγκατέλειψαν ουδέποτε τον αγώνα της προόδου, βούρκωναν μόνον ξεφυλλίζοντας άλμπουμ της χαμένης τους ζωής. Όχι κλάμα, συγκίνηση…
Είμαι σίγουρος ότι κανείς από αυτούς δεν αισθάνθηκε περήφανος όταν είδε τους δήθεν οπαδούς του γεννήματος τους, της ΑΕΚ, να μπουκάρουν στο γήπεδο, με τον τρόπο που το έπραξαν οι Τούρκοι όταν έκαναν θρύψαλα το βιός τους στους δρόμους της Πόλης.
Ακόμη περισσότερο είμαι σίγουρος ότι κανείς δεν αισθάνθηκε δικό του άνθρωπο τον κάθε μικροταλαίπωρο που έσπευσε, δηλώνοντας Αεκτζής, να καπηλευθεί την αδόκητη περιπέτεια της ομάδας τους: τον Πάνο Καμμένο (ή Καημένο ή Κλαμένο), τον Γιώργο Καρατζαφέρη (και πώς να τα καταφέρει…), τον κωμικό Παύλο Κοντογιαννίδη. Έμποροι του δράματος, τοκογλύφοι της πίκρας τους, πωλητές ψευδών. Μια τρόικα βλακείας.
Ο δεύτερος θάνατος της ΑΕΚ, ο πλέον επώδυνος, επισυνέβη εκτός γηπέδων, στις τηλεοπτικές οθόνες. Ο δικέφαλος έσκυψε τα κεφάλια του, βλέποντας τις κότες γύρω του να τσιμπολογάνε και να γλύφουν. Ο αετός, που επί αιώνες κρατούσε το βλέμμα στραμμένο από τη μια προς την απέναντι πλευρά του Αιγαίου και από την άλλη προς τη νέα του πατρίδα, απέστρεψε τα μάτια του από τον αγωνιστικό χώρο του ΟΑΚΑ και από τους οικιακούς δέκτες.
Εκεί η ΑΕΚ, στο ξένο αφιλόξενο σπίτι, αποξενωμένη από τη φυσική της κατοικία, τη Φιλαδέλφεια, ένιωσε ποιοί είναι οι πραγματικοί του διώκτες, αυτοί που την εξόρισαν για μια ακόμη φορά: ο Γρανίτσας, ο Ντέμης, ο Δημητρέλος, οι ‘‘κίτρινοι’’ πολιτικοί.
Κι εγώ, ως Αρειανός, αισθάνθηκα περήφανος, για μια ακόμη φορά, που δε βγήκε κανείς πολιτικός να με στηρίξει με δηλώσεις του, όταν έκλεβαν τα όπλα του θεού του πολέμου. Έτσι έμεινε το κεφάλι μου ψηλά, να δικαιώνει τον ύμνο μου…