Τα είχε όλα! Τσιφτετέλι με ολίγον από ποιότητα, λάμψη μπουγελωμένη… με αλκοόλ… αθλητικό πνεύμα και λαϊκή απήχηση. Μπάσκετ, χαβαλές και κατανάλωση, τα τρία εθνικά σπορ της δεκαετίας του ’80, αντάμωναν στο ίδιο γήπεδο, τις μεταμεσονύχτιες ώρες.
Το «τσακίρ κέφι» κράτησε περισσότερο από μια δεκαετία με έναν τρόπο περίεργο, που συνδύαζε μουσικές από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και νοσταλγία των 60s. Ευφορία και ελαφρότητα λόγω του φρέσκου χρήματος και «εθνική ομοψυχία» από τις απρόσμενες, διεθνείς διακρίσεις στο μπάσκετ. Η Ελλάδα χόρευε σε ένα πάρτι διαρκείας.
«Με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου… τον Λάκη και τ’ άλλα παιδιά…»
…το «Ακρόαμα» αποκτά αίγλη και αναδεικνύεται ως το απόλυτο, κοσμικό στέκι στην πόλη. Εκεί, γιορτάζονται τα επινίκια της ομάδας, που τότε έχει επώνυμους, φανατικούς οπαδούς, όπως η Μαρινέλα και ο Λαζόπουλος, οι οποίοι γίνονται προσωπικοί φίλοι του Δημήτρη Φίστα και του μαγαζιού κι αρχίζουν τα ταξίδια στη Θεσσαλονίκη, συχνά, μόνο για να διασκεδάσουν.
Ο Λάκης Λαζόπουλος θυμάται: «Οι νύχτες εκεί μέσα είναι από τις πιο όμορφες της ζωής μου. Όλοι, στριμωγμένοι και αγκαλιασμένοι, τραγουδούσαμε τα καλύτερα της κάθε εποχής, τραγούδια αγαπημένα μέσα από την καρδιά μας. Ήταν ένα εντελώς νέο ύφος στη διασκέδαση, που στη συνέχεια το αντέγραψαν πολλοί, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να αγγίξει εκείνη τη μοναδική ατμόσφαιρα, που ένωνε τις διάσημες με τις άγνωστες φωνές σε έναν λαϊκό παλμό. Τέτοια βράδια δεν σβήνουν ποτέ από τη μνήμη».
Βράδια, όπως εκείνο που ακολούθησε τη νίκη του «Άρη» επί της «Παρτιζάν» και του έδωσε το εισιτήριο για το πρώτο φάιναλ φορ της Γάνδης, στο Βέλγιο. Η Μαρινέλα και ο Λαζόπουλος τραγουδούν παρέα με τους παίκτες, λουσμένοι στη σαμπάνια, που έχει πλημμυρίσει το δάπεδο, σε ένα τρικούβερτο γλέντι, που συνεχίζει μέχρι το επόμενο πρωί. Η φήμη έχει ήδη φτάσει στην Αθήνα, οι διάσημοι φίλοι πληθαίνουν και το στέκι απογειώνεται…