Ο τραγουδιστής των Motorhead, σύμφωνα με το TMZ, πέθανε στο σπίτι του στο Λος Άντζελες το μεσημέρι της Δευτέρας, ενώ έπαιζε το αγαπημένο του videogame.
Aπό την ζωή έφυγε την Δευτέρα σε ηλικία 70 ετών ο τραγουδιστής των Motorhead, Ίαν Φρέιζερ «Lemmy» Κίλμιστερ, ο οποίος είχε διαγνωστεί με μια πολύ επιθετική μορφή καρκίνου πριν από μόλις δύο μέρες.
Ο 70χρονος Lemmy, σύμφωνα με το TMZ, πέθανε στο σπίτι του στο Λος Άντζελες το μεσημέρι της Δευτέρας, ενώ έπαιζε το αγαπημένο του videogame.
Ο Lemmy ήταν αντιμέτωπος για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα με διάφορα προβλήματα υγείας, με αποτέλεσμα να περιορίσει το αλκοόλ και το κάπνισμα.
Γεννήθηκε στο Μπάρσλεμ του Στάφορντσαϊρ της Αγγλίας, την παραμονή Χριστουγέννων του 1945. Σε εφηβική ηλικία ξεκίνησε να παίζει κιθάρα, αφού είδε τους Beatles ζωντανά και εντάχθηκε στους The Sundowners. Στα 17 του χρόνια, μετακόμισε στο Στόκπορτ μαζί με την κοπέλα του, Κάθι, με την οποία έκανε ένα γιο. Εκεί, έγινε μέλος των Rainmakers, των The Motown Sect και το 1965, εντάχθηκε στους The Rockin’ Vickers με τους οποίους κυκλοφόρησε τα σινγκλ “Zing! Went the Strings of My Heart”, “It’s Alright” και “Dandy” μέσα σε ένα χρόνο μέσω της δισκογραφικής εταιρείας “CBS”.
Η τελευταία συνέντευξη του Lemmy
Το 1967, μετακόμισε στο Λονδίνο και συγκατοίκησε με τον Νόελ Ρέντινγκ, μπασίστα του σχήματος του Τζίμι Χέντριξ. Ο Lemmy ξεκίνησε να δουλεύει σαν μεταφορέας του προαναφερθέντος συγκροτήματος, ενώ το 1969 κυκλοφόρησε το δίσκο “Escalator” με τους Sam Gopal. Στη συνέχεια, έγινε μέλος των Opal Butterfly οι οποίοι διαλύθηκαν ένα χρόνο αργότερα.
Το 1972, έγινε μέλος του space rock συγκροτήματος Hawkwind, μαζί με το ντράμερ Σάιμον Κινγκ. Το συγκρότημα εμφανίστηκε στη φιλανθρωπική εκδήλωση “Greasy Truckers” και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή “Greasy Truckers Party”, με το σινγκλ του τραγουδιού “Silver Machine” να ανεβαίνει στο # 3 των βρετανικών τσαρτ, όντας η μεγαλύτερη επιτυχία του συγκροτήματος.
Ακολούθησε ο δίσκος “Doremi Fasol Latido” το οποίο σκαρφάλωσε στο # 14, αλλά ακόμη μεγαλύτερη ήταν η επιτυχία του “Space Ritual” το οποίο μπήκε στο Top-10, ωθούμενο από την επιτυχία του σινγκλ “Urban Guerrilla”. Το 1974 περιόδευσαν στη Βόρεια Αμερική και ηχογράφησαν το άλμπουμ “Hall of the Mountain Grill”, ακολουθούμενο από το “Warrior on the Edge of Time” στις αρχές της επόμενης χρονιάς. Κατά τη διάρκεια άλλης μία αμερικάνικης περιοδείας, ο Lemmy συνελήφθη για κατοχή αμφεταμίνης όταν περνούσαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες στον Καναδά και οι Hawkwind τον απέλυσαν, αντικαθιστώντας τον με τον μπασίστα των Pink Fairies, Πολ Ράντολφ.
Ο Lemmy συνεργάστηκε με τον κιθαρίστα Λάρι Γουόλις των Pink Fairies, σχηματίζοντας τους Motörhead, με την ονομασία του συγκροτήματος να προέρχεται από το τελευταίο κομμάτι που έγραψε όταν ήταν μέλος των Hawkwind. Αρχικός σκοπός του ήταν να ονομάσει το συγκρότημα Bastards, αλλά άλλαξε γνώμη μετά από προτροπή του μάνατζερ του. Με το ντράμερ Λούκας Φοξ να συμπληρώνει τη σύνθεση τους, οι Motörhead ξεκίνησαν πρόβες αλλά σύντομα τη θέση του κιθαρίστα και του ντράμερ κάλυψαν οι Έντι “Fast” Κλαρκ και Φιλ “Philthy Animal” Τέιλορ, αντίστοιχα.
Η συγκεκριμένη σύνθεση γνώρισε μεγάλη επιτυχία και καθιέρωσε το συγκρότημα ως ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του New Wave of British Heavy Metal. Το 1981, ανέβηκαν στην κορυφή των charts της πατρίδας τους με το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ “No Sleep ’till Hammersmith”, ενώ μεγάλη ήταν η επιτυχία των “Overkill”, “Bomber”, “Ace of Spades” και “Iron Fist”. Μετά από αλλαγές στη σύνθεση και προβλήματα με το μάνατζμεντ τους καθ’ όλη τη δεκαετία του ’80, η σύνθεση του συγκροτήματος σταθεροποιήθηκε από το 1995 και έπειτα με τον Μίκι Ντι στα τύμπανα και τον Φιλ Κάμπελ στην κιθάρα.