Αν κάποιος αναφερθεί στα μεγαλύτερα ονόματα του ΝΒΑ που πέρασαν τον Ατλαντικό τα προηγούμενα χρόνια προκειμένου να παίξουν μπάσκετ στη χώρα μας, σίγουρα δεν πρόκειται να συμπεριλάβουν τον Γκάρι Γκραντ.
Μπορεί να μην ήταν –αυτό που λέμε- ΤΟΡ όνομα, αλλά σίγουρα ήταν ένας παίκτης που όλες οι ομάδες θα ήθελαν να έχουν στο ρόστερ τους. Καλός σκόρερ, εξαιρετικός πασέρ και το κυριότερο; Τρομερός οργανωτής που μπορούσε να διαβάσει σε κλάσματα του δευτερολέπτου τις αντίπαλες άμυνες. Ήταν ένας παίκτης-προπονητής μέσα στο παρκέ και γι’ αυτόν τον λόγο τον συνόδεψε σε όλη την καριέρα του το παρατσούκλι «στρατηγός».
Του άρεσε να ηγείται, ακόμη και αν το… παράκανε μερικές φορές. Όμως αυτός ήταν ο Γκάρι Γκραντ. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Οχάιο, έχοντας πραγματοποιήσει επικές εμφανίσεις στο λύκειο του Μακ Κίνλεϊ. Αμέσως όλα τα μεγάλα κολέγια θέλησαν να τον αποκτήσουν, αλλά το καλοκαίρι του 1984 προτίμησε να συνεχίσει στους «Γούλβερινς» του Μίσιγκαν όπου συνάντησε τους… Ρόι Τάρπλεϊ και Ρίτσαρντ Ρέλφορντ.
Τα ρεκόρ
Στο NCAA άρχισε να σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και να γράφει τη δική του ιστορία στο Μίσιγκαν. Μέχρι και σήμερα, ο Γκραντ έχει το ρεκόρ στις περισσότερες συμμετοχές ως βασικός, στις περισσότερες ασίστ, στα περισσότερα κλεψίματα, τους καλύτερους μέσους όρους σε ασίστ και κλεψίματα, όπως επίσης και τα περισσότερα λεπτά συμμετοχής!
Με αυτές τις επιδόσεις και τις εξαιρετικές του εμφανίσεις (σ.σ. ειδικά την τελευταία χρονιά μέτρησε στο κολέγιο 22 πόντους κατά μ.ο., 6,9 ασίστ και 2,5 κλεψίματα) ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα επιλεχθεί αρκετά ψηλά στο ντραφτ του 1988. Όπως και έγινε. Οι Σιάτλ Σούπερσονικς τον επέλεξαν στο νούμερο 15, αλλά αμέσως τον έστειλαν στους Λος Άντζελες Κλίπερς που είχαν επιλέξει και στο νούμερο 1 τον Ντάνι Μάνινγκ.
Έκτοτε ξεκίνησε η καριέρα του στο ΝΒΑ, έχοντας ενεργό ρόλο στην «σταχτοπούτα» του Λος Άντζελες. Υπήρχαν ματς που μοίραζε 21 ασίστ, υπήρχαν ματς που άγγιξε το τριπλ νταμπλ, ωστόσο μόνο μία φορά κατάφερε να το πετύχει (σ.σ. θα διαβάσατε λεπτομέρειες στη συνέχεια). Ο Γκραντ είχε καθιερωθεί στο ΝΒΑ αφού έφτασε στο σημείο να αγωνιστεί 10 χρόνια πριν αποφασίσει να δοκιμάσει την τύχη του στην Ευρώπη.
Το 1998 σημειώθηκε το λοκ άουτ στο καλύτερο πρωτάθλημα του πλανήτη και οι περισσότεροι παίκτες έψαχναν συμβόλαιο στην Ευρώπη με τον όρο να επιστρέψουν στην Αμερική μόλις ολοκληρωθεί. Όπως ακριβώς και ο 33χρονος (τότε) Αμερικανός γκαρντ. Εκείνη την εποχή, ο Άρης περνούσε ένα μεταβατικό στάδιο, αφού η πλήρης απαξίωση και τα πάμπολλα οικονομικά προβλήματα που είχαν φέρει την ομάδα στο χείλος του γκρεμού, είχαν δώσει τη θέση τους στην αισιοδοξία και στην ελπίδα.
Η ώρα του Άρη
Αν και ο Γιώργος Μπαλτάς προέβαλε ως σωτήρας του Άρη, εκείνος που είχε αναλάβει να βγάλει την ομάδα από τέλμα δεν ήταν άλλος από τον Δημήτρη Κοντομηνά, ο οποίος είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου και την ΠΑΕ Άρης. Παρόλα αυτά το κουμάντο στην «κιτρινόμαυρη» ΚΑΕ έκανε ο Μπαλτάς έχοντας και εκείνος από τη πλευρά του ένα κομμάτι των μετοχών, ενώ στην τότε προεδρία της ομάδας βρισκόταν ο Γιάννης Χόρτης. Με τις κινήσεις που έκαναν γέμισαν με αισιοδοξία τους φίλους του Άρη, οι οποίοι έβλεπαν τα προβλήματα να μένουν στο παρελθόν και να ξημερώνουν καλύτερες μέρες για την ομάδα τους.
Για τον πάγκο επιλέχθηκε ο Σούλης Μαρκόπουλος, ενώ το μεγάλο «μπαμ» έγινε με την απόκτηση του Γιώργου Σιγάλα, τον οποίο ήθελε η… μισή Α1! Κάτι είχε αρχίσει να φαίνεται. Μάλιστα κυκλοφορούσαν στην πιάτσα και ονόματα όπως αυτά των Στόγιαν Βράνκοβιτς, Μπλου Έντουαρντς, Μίλαν Γκούροβιτς, Γιώργου Διαμαντόπουλου, δείγμα των προθέσεων που είχε η νέα διοίκηση και το πόσο ψηλά έβαζε τον πήχη των στόχων.
Τη μέρα που η εθνική μας ομάδα έδινε τον προημιτελικό με την Ισπανία για το Μουντομπάσκετ της Αθήνας (7/8/1998), ο Άρης έδινε τα χέρια με τον Αμερικανό πλέι μέικερ, Γκάρι Γκραντ έναντι 600.000 δολαρίων για μονοετές συμβόλαιο, έχοντας τον όρο της επιστροφής στις ΗΠΑ –αν και εφόσον το ήθελε ο παίκτης- σε περίπτωση που λήξει το λοκ άουτ. Όσοι δεν τον γνώριζαν έσπευσαν να συγκεντρώσουν στοιχεία και μόλις κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται άρχισαν να τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση.
Ο “στρατηγός”
Ο «στρατηγός» πάτησε το πόδι του στη Θεσσαλονίκη πέντε μέρες μετά τη συμφωνία των δύο πλευρών, ήτοι στις 12 Αυγούστου 1998 και στις πρώτες του δηλώσεις εκθείασε τον Ρόι Τάρπλεϊ και τον Μπάιρον Σκοτ οι οποίοι του είχαν ανάψει το «πράσινο» φως για να αποδεχθεί τη πρόταση του `Αρη: «Όταν ο Μπάιρον δεν σε αποτρέπει σε αυτή τη προοπτική, τότε δεν έχεις να κάνεις τίποτε άλλο από το να τη δεχτείς! Ήρθα γιατί θέλω τίτλους. Μου λείπουν οι τίτλοι» ήταν η πρώτη ατάκα του Γκραντ κατά την άφιξή του στην Ελλάδα, ο οποίος γνώρισε την αποθέωση από τους οπαδούς του Άρη, που είχαν σπεύσει στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» τα ξημερώματα εκείνης της Τετάρτης προκειμένου να τον υποδεχθούν:
«Τέτοιο πάθος και τέτοιος ενθουσιασμός από τόσο κόσμο τα ξημερώματα; Απίθανο! Τώρα χόρεψα στο αεροδρόμιο. Μετά θέλω να χορέψω στο γήπεδο όπου ανυπομονώ να δω όλους τους οπαδούς μας να τραγουδάνε» συνέχιζε ο Γκραντ, ο οποίος άκουγε το όνομά του να γίνεται σύνθημα στα χείλη των φίλων του Άρη: «Πήρα τις απαραίτητες συστάσεις από τους Τάρπλεϊ και Σκοτ» είχε καταλήξει.
Αμέσως εντάχθηκε στις προπονήσεις της ομάδας του, ενώ άφησε τους πάντες με το στόμα ανοικτό στο τουρνουά «Μαυροσκούφεια» και ειδικά στο ματς με τη Μπεομπάνκα όπου είχε σημειώσει 25 πόντους. Εξίσου εντυπωσιακός ήταν και στο τουρνουά «Ανδρέας Βαρίκας» έχοντας πετύχει και στα δύο ματς του Άρη (με Παπάγου και Μπεοπετρόλ) από 22 πόντους. Και φυσικά συνέχισε με τον ίδιο ρυθμό και στο πρωτάθλημα της Α1, αν και στο ντεμπούτο του κόντρα στο Μαρούσι στο κλειστό του Αγίου Θωμά (64-58 ο Άρης) είχε 14 πόντους με 5/11 δίποντα, 0/2 τρίποντα, 4/4 βολές, 5 ριμπάουντ και 3 λάθη.
Η ατυχία
Παρόλα αυτά οι μέσοι όροι του ξεπερνούσαν τους 18 πόντους και τις 3,5 ασίστ, ωστόσο στάθηκε άτυχος τη χειρότερη στιγμή! Την προπαραμονή του ημιτελικού κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ, ο Γκραντ έσκισε (στην κυριολεξία) τον προσαγωγό του με αποτέλεσμα να αποτελέσει άδοξα παρελθόν από την ομάδα. Μετά το φάιναλ φορ του ΣΕΦ, ο Γκραντ μπήκε στο αεροπλάνο της επιστροφής και ύστερα από ενάμιση μήνα επέστρεψε στο ΝΒΑ και πιο συγκεκριμένα στους Πόρτλαντ Μπλέιζερς.
Η συνέντευξη
Ο «στρατηγός» που είναι ο «καλεσμένος» του SentraGoal και της στήλης «Χρόνια και Ζαμάνια» είχε πολλά και ενδιαφέροντα να μας πει! Αν και έμεινε λιγότερο από έξι μήνες στην Ελλάδα θυμήθηκε πρόσωπα και καταστάσεις από τον Άρη, τις πλάκες που έκανε, συμπαίκτες και προπονητές, ενώ θέλει να… διαγράψει από τη μνήμη το σύντομο πέρασμα από το Περιστέρι με το οποίο αγωνίστηκε μόνο στο ματς της πρεμιέρας με το Ηράκλειο (85-83 οι Κρητικοί) έχοντας 7 πόντους (3/3 δίποντα, 1/1 βολή, 3 ασίστ) σε 18 λεπτά συμμετοχής.
Λεπτομερές για εκείνη την περίοδο, όπως και για τις σημερινές του ασχολίες στη συνέντευξη που ακολουθεί… Ας δούμε τι είπε:
«Προπονώ παιδιά, αλλά θέλω να προπονήσω τον… Άρη!»
«Από τη στιγμή που έκλεισα την καριέρα μου ήθελα να ασχοληθώ με την προπονητική. Ξέρεις, να μείνω μέσα στο παιχνίδι! Και έτσι έκανα. Έγινα αμέσως βοηθός προπονητή στους Πόρτλαντ Μπλέιζερς, στο πλευρό του Μορίς Τσικς, ενώ αργότερα ασχολήθηκα με την προπονητική στο κολεγιακό πρωτάθλημα. Αρχικά πήγα στο Σαν Ντιέγκο Στέιτ όπου ήμουν βοηθός του θρυλικού κόουτς Στιβ Φίσερ, ο οποίος ήταν ο προπονητής μου στο κολέγιο του Μίσιγκαν. Στον Σαν Ντιέγκο έμεινα ένα χρόνο, ενώ στη συνέχεια αγόρασα μια μικρή ομάδα που αγωνίζονταν στο πρωτάθλημα ΑΒΑ, τους ΣοΚαλ Λέτζεντς. Τα είχαμε πάει καλά, αφού φτάσαμε κοντά και στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, αλλά χάσαμε στον τελικό. Έκτοτε άρχισα να ασχολούμαι με τα μικρά παιδιά. Και πραγματικά είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου» λέει ο αρχικά Γκραντ και εξηγεί ακριβώς περί τίνος πρόκειται:
«Αυτή τη στιγμή έχω υπό την επιτήρησή μου περισσότερα από 150 παιδιά με τα οποία δουλεύουμε επτά ημέρες την εβδομάδα! Από Δευτέρα έως και Παρασκευή κάνουμε προπονήσεις και τα Σαββατοκύριακα παίρνουμε μέρος σε διάφορα τουρνουά εδώ στην Καλιφόρνια. Επιπλέον δουλεύω πολύ με παίκτες του ΝΒΑ και παιδιά από διάφορα κολέγια που θέλουν να μπουν στο ντραφτ. Τους προετοιμάζω όσο καλύτερα γίνεται προκειμένου να παρουσιαστούν έτοιμοι στο ΝΒΑ» ενώ δεν κρύβει και τον μεγάλο του στόχο: «Μακάρι να μπορέσω να γίνω πρώτος προπονητής σε κάποια ομάδα. Ακόμα και στην Ελλάδα. Μήπως θέλουν προπονητή στον αγαπημένο μου Άρη; Είμαι διαθέσιμος! (Γέλια) Αν έχουν κόουτς εκεί, τότε και κάπου αλλού… Αρκεί να επιστρέψω!»
«Τώρα είμαι καλύτερος από τους Ρέτζι Μίλερ και Μαρκ Τζάκσον!»
Βέβαια δεν είναι και η μοναδική του ασχολία! Ο 48χρονος προπονητής αφιερώνει πολλές ώρες στις κόρες του, οι οποίες ωστόσο έχουν γυρίσει τη πλάτη στο μπάσκετ! «Τα παιδιά είναι και η ζωή μου. Η μεγαλύτερη της παρέας είναι η Τάριν που είναι 22 ετών, η Μαχόγκανι είναι 19 χρονών, ενώ η Πάιπερ είναι η μικρότερη, μόλις 13 ετών. Καταλαβαίνεις ότι μου έχουν κλέψει τον ελεύθερο χρόνο μου και προσπαθούμε να κάνουμε διάφορα πράγματα μαζί. Μένουμε στο Καλαμπάσας της Καλιφόρνια και πηγαίνουμε όλοι μαζί σινεμά, για φαγητό, στην παραλία και γενικά περνάμε καλά».
Όμως έχει ένα παράπονο από τις κόρες του: «Δυστυχώς δεν ακολούθησαν τα χνάρια του μπαμπά (Γέλια). Μπορεί να παίξουν μαζί μου για πλάκα, αλλά μέχρι εκεί. Γενικά δεν θα έλεγα ότι τους αρέσει. Έχουν επιλέξει να κάνουν άλλα πράγματα. Η μεγάλη μου κόρη πάει στο κολέγιο, η μεσαία είναι μοντέλο, ενώ η μικρή πάει ακόμα σχολείο. Παρόλα αυτά έχει δείξει προτίμηση στο βόλεϊ και στο ποδόφαιρο! Όχι στο μπάσκετ!»
Ο ίδιος όχι μόνο παίζει μπάσκετ, αλλά όπως μας είπε «είμαι σε εκπληκτική κατάσταση! Όπως ακριβώς με θυμάστε (Γέλια). Ειδικά τα καλοκαίρια παίζω πολλές ώρες με φίλους και ιδιαίτερα με παίκτες που έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση! Όπως για παράδειγμα με τον προπονητή των Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς, Μαρκ Τζάκσον, τον Μπράιον Ράσελ, τον Ρέτζι Μίλερ, τον Που Ρίτσαρτσον, τον Μιτς Ρίτσμοντ και πολλούς ακόμα. Και ομολογώ ότι παραμένω καλύτερους απ’ όλους αυτούς (Γέλια)».
«Πουθενά δεν είναι σαν τη Θεσσαλονίκη!»
Στη συνέχεια της κουβέντας μας ήθελε να μάθει περισσότερα για την κατάσταση που επικρατεί στον Άρη αυτήν την περίοδο και μόλις του δώσαμε τις απαραίτητες πληροφορίες, άρχισε να αναπολεί τις μέρες που έζησε στη Θεσσαλονίκη: «Ήταν υπέροχη πόλη, με υπέροχους ανθρώπους. Αν και πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας μου στο ΝΒΑ, το διάστημα που έμεινα στην Ελλάδα θα μου μείνει αξέχαστο. Πραγματικά μου άρεσε πάρα πολύ εκεί. Μπορεί να μην πήρα όλα τα χρήματα που είχαμε συμφωνήσει, για την ακρίβεια έλαβα πολύ λίγα, ωστόσο δεν κρατάω καμία κακία σε κανέναν. Κρατάω τις υπέροχες στιγμές που έζησα εκεί».
Και θυμάται χαρακτηριστικά ότι «έμενα σε ένα υπέροχο διαμέρισμα! Είχα θέα όλη τη θάλασσα. Ήταν εξαιρετικό το μέρος που δεν ήθελα να βγω έξω. Από εκεί και πέρα έβγαινα με τους συμπαίκτες μου για φαγητό σε διάφορα εστιατόρια, αλλά στην αρχή την είχα… πατήσει! Επιχείρησα να πάω μόνος μου σε ένα εστιατόριο στις έξι το απόγευμα. Όπως ακριβώς έκανα και στην Αμερική. Όμως το έβρισκα κλειστό και νόμιζα ότι δεν πρόλαβα την κουζίνα επειδή είχε κλείσει! Και εκεί που πήγαινα να φύγω ερχόταν ο σερβιτόρος και μου έλεγε ότι απλά δεν έχουν ανοίξει ακόμα! Ηταν φοβερό! Όλοι στην Ελλάδα έτρωγαν μετά τις 10 το βράδυ! (Γέλια). Ομολογώ πάντως ότι πουθενά δεν είναι σαν τη Θεσσαλονίκη».
«Είχα κουραστεί να βλέπω τον… πατατάκια στην τηλεόραση»
Δεν θα ξεχάσω τον φίλο μου τον… πατατάκια (σ.σ. potato chip man όπως τον αποκάλεσε χαρακτηριστικά!) Τον Τζορτζ Σιγάλα τον οποίο έβλεπα κάθε μέρα στην τηλεόραση να τρώει πατατάκια σε μια διαφήμιση (Γέλια)! Κάθε μέρα! Πολύ δημοφιλής ο τύπος (Γέλια) Πάντως ήταν ο αγαπημένος μου παίκτης. Μάλιστα θυμάμαι που ερχόταν στην προπόνηση και συνέχεια τον πείραζα: ‘Δεν έφερες πατατάκια να φάμε; Πάλι μόνος σου τα έφαγες και δεν έφερες για τον φίλο σου;’ του έλεγα χαρακτηριστικά και πραγματικά γελούσαμε πολύ. Και δεν ήταν μόνο η τηλεόραση. Σε όλους τους δρόμους υπήρχε η αφίσα του με τα πατατάκια! ‘Κουράστηκα να σε βλέπω! Στο σπίτι, στο δρόμο, στην προπόνηση. Αρκετά!’ συνέχιζα να του λέω. Γενικά μου άρεσε να του κάνω πλάκα και σε γενικές γραμμές μπορώ να πω ότι περνούσαμε πολύ καλά».
Βέβαια δεν ήταν μόνο ο Σιγάλας το «θύμα» του Γκραντ: «Πείραζα τους πάντες! Ειδικά όταν αστοχούσαν σε κάποιο εύκολο σουτ. Χαρακτηριστικά τους έλεγα ότι ‘αυτό μπορούσε να το βάλει και η γιαγιά μου’. Ούτε και οι αντίπαλοι τη γλίτωναν εύκολα. Ειδικά όταν τους έβαζα καλάθι μέσα στο πρόσωπο! Ε, ομολογώ ότι ήμουν και λίγο trash talker οπότε τα… άκουγαν περισσότερο. Πάντα το έκανα με καλή πρόθεση, αφού ήθελα να τους πειράξω και όχι να τους προκαλέσω. Είχα μάθε και τις απαραίτητες βρισιές στα ελληνικά (Γέλια)»
«Αξέχαστα τα ματς με τον ΠΑΟΚ, όπως και οι οπαδοί του Άρη!»
«Θυμάμαι επίσης τα παιχνίδια με τον ΠΑΟΚ που υπήρχε αρκετή ένταση και σκληρή προετοιμασία! Έπρεπε πάση θυσία να κερδίσουμε το συγκεκριμένο αντίπαλο, τόσο για βαθμολογικούς λόγους, όσο και για λόγους γοήτρου. Ήταν το ματς για το οποίο συζητούσαν για μέρες στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα θυμάμαι είχα παίξει και καλά όταν τους κερδίσαμε. Οπότε κάτι έκανα και εγώ από τη πλευρά μου! (Γέλια)» Για την ακρίβεια ήταν το ματς λίγες πριν τραυματιστεί και αποχωρήσει από τον Άρη, όπου οι «κιτρινόμαυροι» είχαν επικρατήσει εύκολα με 79-65. Σε εκείνο το παιχνίδι ο Γκραντ αγωνίστηκε για 39 λεπτά έχοντας 22 πόντους με 5/9 δίποντα και 4/5 τρίποντα.
«Φυσικά δεν είναι και το μοναδικό, αφού στα παιχνίδια που παίζαμε μακριά από την έδρα μας βλέπαμε να έρχεται βροχή κερμάτων!! Πραγματικά ήταν κάτι το απίστευτο. Οι Έλληνες οπαδοί έχουν πολύ πάθος και το έδειχναν σε κάθε ματς. Μάλιστα δεν τους άκουσα μια φορά να λένε σωστά το όνομά μου… Όταν με αποδοκίμαζαν αντί για Γκραντ, με φώναζαν Γκαντ! Μην με ρωτήσεις γιατί. Δεν έχω ιδέα! Πάντως είχε πλάκα», ωστόσο είχε πολλά περισσότερα να πει για τους οπαδούς του Άρη:
«Δεν πρόκειται να τους ξεχάσω. Η ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν στο γήπεδο ήταν φανταστική. Χαιρόσουν να παίζεις μπάσκετ! Γέμιζες με ενέργεια. Είχαμε γιορτάσει όλοι μαζί σημαντικές νίκες, αφού θυμάμαι να κερδίζουμε τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ και γενικά να παίζουμε καλό μπάσκετ. Ο κόσμος ερχόταν και το ευχαριστιόταν. Και ξέρεις κάτι; Αν γυρνούσα το χρόνο πίσω, πάλι τα ίδια θα έκανα. Θα ερχόμουν να παίξω στον Άρη και μόνο στον ‘Αρη! Είναι η ομάδα μου στην Ελλάδα!»
«Με τον Λιαδέλη ήσουν σίγουρος: Καλάθι και φάουλ!»
Μπορεί τα χρόνια να έχουν περάσει, αλλά εκείνος εξακολουθεί να θυμάται με νοσταλγία τους παλιούς του συμπαίκτες: «Με έναν-δυο είχαμε κρατήσει επικοινωνία, αλλά εδώ και έξι-επτά χρόνια χάσαμε κάθε επαφή. Πάντως μπορώ να σου πω ότι τους θυμάμαι όλους. Εκτός του πατατάκια (ναι, αποκάλεσε τον Σιγάλα ξανά με αυτό το προσωνύμιο) θυμάμαι τον ρώσο σέντερ που είχαμε, τον Μάικ Μιχαήλοφ, τον άλλον ψηλό Άλεξ Κιουλ και φυσικά τον ξανθομάλλη που παίζαμε μαζί στα γκαρντ! (σ.σ. σ’ εκείνο το σημείο του αναφέραμε το όνομα Λιαδέλης και αμέσως τον έφερε στο μυαλό του). Ναι, ο Πάνος. Φοβερός παίκτης, πραγματικά! Εκτός του ότι σούταρε με εξαιρετικά ποσοστά ευστοχίας, ήταν φοβερός στο ένας εναντίον ενός. Ήμουν σίγουρος ότι όταν θα ξεκινήσει ντράιβ, στο τέλος θα έχουμε καλάθι και φάουλ! Σχεδόν πάντα κέρδιζε και το φάουλ. Λίγοι παίκτες μπορούν να το κάνουν αυτό. Πολύ λίγοι! Όμως ο Τζορτζ, ήταν ο αγαπημένος μου παίκτης. Προσέγγιζε περισσότερο το αμερικάνικο στυλ και μου ταίριαζε περισσότερο ως παρέα. Με καταλάβαινε καλύτερα απ’ όλους, ενώ με βοήθησε να προσαρμοστώ καλύτερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο ελληνικό μπάσκετ».
Εκτός από τους συμπαίκτες του στον Άρη, ο Γκραντ έκανε πολύ παρέα και με τους «αιώνιους» αντιπάλους! «Αν και μέσα στο γήπεδο κάναμε τα πάντα για να κερδίσει ο ένας τον άλλον, εκτός γηπέδου έκανα πολύ παρέα με τον Φράνκι Κινγκ και τον Ουόλτερ Μπέρι οι οποίοι έπαιζαν στον ΠΑΟΚ εκείνη την περίοδο. Μάλιστα τους πείραζα συνέχεια όταν τους είχα κερδίσει. Από τις άλλες ομάδες δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι κάποιους ή ότι έκανα παρέα. Οι σχέσεις μας ήταν μόνο ανταγωνιστικές και εντός του παρκέ. Βέβαια θυμάμαι πρόσωπα, αλλά όχι και ονόματα».
«Εκπληκτικός ο Μαρκόπουλος, όχι όμως και ο Πεδουλάκης!»
Εκτός από τους συμπαίκτες του στον Άρη, ο Γκραντ τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια και στον Σούλη Μαρκόπουλο για τον οποίο μόνο καλά λόγια είχε να πει: «Μπορώ να πω ότι ήταν εκπληκτικός προπονητής. Και το κυριότερο; Πολύ χαλαρός! Δεν πίεζε τον παίκτη και του μετέδιδε μια φοβερή ηρεμία. Ειδικά σ’ εμένα μου είχε δώσει ελευθερία κινήσεων. Με άφηνε να περνάω καλά και να κάνω το παιχνίδι μου. Κι αυτό πιστεύω έβγαινε στο παιχνίδι. Βέβαια υπήρχαν φορές που θύμωνε μαζί μου επειδή του έσπαγα τα νεύρα. Ξέρεις, προσπαθούσα να κάνω το κάτι παραπάνω ή άρχισα να σουτάρω πολύ. Τότε γύρναγα στον πάγκο και τον έβλεπα να με στραβοκοιτάζει με τα χέρια στη μέση. Ή κάποιες άλλες φορές που τον έβγαζα εκτός εαυτού, σήκωνε τα χέρια ψηλά και μου φώναζε ‘μαλ…α Γκραντ!’ (Γέλια) Κι όχι άδικα! Μάλιστα τη συγκεκριμένη λέξη τη χρησιμοποιώ ακόμα και σήμερα όταν θέλω να βρίσω κάποιον και να μην το καταλάβει (Γέλια)»
Αντίθετα δεν είχε την ίδια, καλή, άποψη για τον Αργύρη Πεδουλάκη, τον οποίο είχε προπονητή στο Περιστέρι τη σεζόν 2001-02: «Δεν θα μπορούσα να πω καλά λόγια για τον προπονητή μου στο Περιστέρι. Δεν τον συμπαθούσα καθόλου. Οι τακτικές του ήταν πολύ κουραστικές για όλους τους παίκτες! Κάναμε προπόνηση πολύ νωρίς το πρωί, ενώ το απόγευμα κάναμε ξανά! Ειδικά η προετοιμασία μας ήταν εξοντωτική. Δεν άντεξα περισσότερο από ένα παιχνίδι! Εξάλλου δεν ήταν σαν τον Μαρκόπουλο. Δεν με άφηνε να κάνω το παιχνίδι μου και ούτε να σουτάρω. Ήθελε μόνο να πασάρω, να πασάρω και να πασάρω! Τίποτε άλλο. Και αυτό δεν ήταν το παιχνίδι μου. Ήταν κακός μαζί μου. Τον συμπαθούσα ως άτομο, αλλά όχι ως προπονητή. Και ξέρεις πώς με πήρε στην ομάδα του τότε; Θυμόταν το παιχνίδι Περιστέρι-Άρης, όταν είχα πετύχει περίπου 35 πόντους εναντίον του. Από τότε με ήθελε, αλλά όταν πήγα δεν μπόρεσα να καταλάβω κάτι! Πως θα σημείωνα πολλούς πόντους από τη στιγμή που δεν με άφηνε να σουτάρω;» Για την… ιστορία ο Γκάρι Γκραντ είχε πετύχει 32 πόντους σε εκείνο το ματς (7/11/1998, με τον Άρη να κερδίζει εκτός έδρας με 85-68) έχοντας 7/11 δίποντα, 3/4 τρίποντα, 9/11 βολές, 11 ριμπάουντ και τρεις ασίστ!!
«Ηρθα λόγω του λοκ άουτ, έφυγα λόγω του τραυματισμού»
Εκτός των άλλων επανέφρε στο μυαλό του και τη στιγμή του τραυματισμού του, τις παραμονές του φάιναλ φορ κυπέλλου, το οποίο είχε διεξαχθεί στα τέλη Ιανουαρίου στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας: «Πραγματικά ήμουν πολύ άτυχος. Είχαμε έρθει με την ομάδα στην Αθηνα προκειμένου να διεκδικήσουμε το κύπελλο, αλλά κατά τη διάρκεια της προπόνησης γλίστρισα στο παρκέ και διέλυσα τον προσαγωγό μου! Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βοηθήσω την ομάδα μου να πάρει το τρόπαιο, αν και ήταν κάτι που ήθελα πολύ. Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε και η καριέρα μου στον Άρη».
Όσο για το πώς αποφάσισε να συνεχίσει τη καριέρα του στην Ελλάδα έχοντας 10 χρόνια προϋπηρεσία στο ΝΒΑ; «Εκείνη την περίοδο υπήρχε το λοκ άουτ στο ΝΒΑ και οι περισσότεροι παίκτες έψαχναν ομάδα προκειμένου να παίξουν μπάσκετ μέχρι να ολοκληρωθεί το λοκ άουτ. Έτσι και εγώ. Μου είπε ο ατζέντης μου στην Ελλάδα (σ.σ. Τομ Αγγελάκης) να συνεχίσω στον Άρη και εγώ υπέγραψα με την ελληνική ομάδα βάζοντας έναν όρο στο συμβόλαιό μου. Μόλις ολοκληρωθεί το λοκ άουτ να επιστρέψω στο ΝΒΑ. Και κάπως έτσι δέχθηκα να κάνω το υπερατλαντικό ταξίδι. Και αν δεν είχα τραυματιστεί θα είχα επιστρέψει νωρίτερα».
«Έχω κρατήσει φωτογραφίες και δημοσιεύματα από τότε!»
Όταν κάποιος παίκτης ολοκληρώνει μια σεζόν με 18,2 πόντους στο Σαπόρτα Καπ, έχοντας επίσης και 18 πόντους κατά μ.ο. στο πρωτάθλημα της Α1 σίγουρα θα έχει και πολλά καλά ματς να θυμάται: «Η αλήθεια είναι ότι έκανα κάποια καλά παιχνίδια στην Ελλάδα. Εκτός από αυτό στο Περιστέρι θυμάμαι είχα παίξει καλά εναντίον του ΠΑΟΚ, του Παναθηναϊκού, της ΑΕΚ, ενώ είχα και κάποιες καλές εμφανίσεις στα ευρωπαϊκά ματς. Στη Γαλλία (σ.σ. εναντίον της Λιμόζ στη Γαλλία είχε 19 πόντους με 7/12 σουτ) και στη Σουηδία (σ.σ. εναντίον της Πλάνια εκτός έδρας είχε 35 πόντους με 13/17 δίποντα, 2/3 τρίποντα, 3/3 βολές). Ακόμα και τώρα έχει τύχει να κάτσω και να κοιτάξω φωτογραφίες και δημοσιεύματα που είχα κρατήσει από εκείνη την εποχή. Βέβαια δεν καταλαβαίνω τι λένε, αλλά ξέρω ότι είχαν γράψει καλά λόγια για μένα!»
Αν και ήταν αρκετά «δεμένος» με την Ελλάδα και τον Άρη, ο Γκραντ δεν παρακολουθεί ιδιαίτερα τα όσα συμβαίνουν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού: «Δεν παρακολουθώ καθόλου το ευρωπαϊκό μπάσκετ και ομολογώ ότι με ενημερώνει που και που ο ατζέντης που είχα στην Ελλάδα. Ξέρω ότι τα χρήματα είναι πολύ πιο λίγα από τη δεκαετία του ’90 και ότι το επίπεδο των ξένων και των Αμερικανών είναι πολύ πιο χαμηλό. Επίσης ότι ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός τα πάνε πολύ καλά στην Ευρώπη παραμενόντας το ίδιο ισχυροί, όπως και την εποχή που ήμουν και εγώ στην Ελλάδα. Μέχρι εκεί όμως! Δεν γνωρίζω κάτι περισσότερο να σου πω…»
«Όταν έκανα τριπλ νταμπλ με αντίπαλο τον Μάτζικ Τζόνσον!»
Όμως από τη στιγμή που βρίσκεται στις ΗΠΑ και παρακολουθεί στενά το ΝΒΑ, έκανε και τις προβλέψεις του ενόψει της συνέχειας των πλέι οφ: «Σίγουρα φαβορί είναι το Μαϊάμι. Πρόκειται για τους πρωταθλητές και την καλύτερη ομάδα αυτή τη στιγμή στο ΝΒΑ. Εξάλλου μην ξεχνάμε ότι υπάρχει ο ΛεΜπρόν! Δεν μπορεί να τον σταματήσει κανείς. Βέβαια να σου πω ότι συμπαθώ πολύ το Μαϊάμι γιατί είναι μία από τις τέσσερις ομάδες που έχω παίξει. Σε όλες όσες αγωνίστηκα έχω όμορφες αναμνήσεις» λέει για τη θητεία του στο ΝΒΑ και θυμάται το καλύτερο παιχνίδι του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
«Θα σου πω ότι η αγαπημένη περίοδος της ζωής μου είναι τα επτά χρόνια που αγωνίστηκα στους Λος Άντζελες Κλίπερς. Μάλιστα τα πρώτα χρόνια μου στην ομάδα έκανα κάποια καλά παιχνίδια, αλλά σίγουρα δεν θα ξεχάσω τη μέρα που έκανα το τριπλ νταμπλ! Ήταν ένα ματς εναντίον των Λέικερς και μάλιστα έχοντας προσωπικό αντίπαλο τον Μάτζικ Τζόνσον! Ήταν κάτι το μοναδικό για μένα. Πάντως είχα και άλλα καλά ματς με 20 και περισσότερους πόντους». Ο καλεσμένος μας σημείωσε το ένα και μοναδικό τριπλ νταμπλ της καριέρας του στις 30 Ιανουαρίου 1990, όταν οι Κλίπερς είχαν κερδίσει τους Λέικερς με 121-104!! Σ’ εκείνο το ματς (σ.σ. έχοντας συμπαίκτη τον… Ντέιβιντ Ρϊβερς!!) είχε 22 πόντους (9/18 δίποντα, 0/1 τρίποντο, 4/6 βολές), 17 ασίστ, 11 ριμπάουντ και 4 κλεψίματα! Στην αντίπερα όχθη οι Λέικερς έπαιζαν με τον Μάτζικ Τζόνσον (16π.), Μπάιρον Σκοτ (24π.), Τζέιμς Ουόρθι (19π.)!»
«Έγινα… στρατηγός από το λύκειο Κάντον Μακ Κίνλεϊ»
Λίγο πριν κλείσουμε τη συνομιλία μας του ζητήσαμε να μας μιλήσει για το παρατσούκλι του, το οποίο «κουβαλάει» από τα σχολικά του χρόνια: «Μου το είχαν βγάλει από το λύκειο Μακ Κίνλεϊ στο Κάντον του Οχάιο. Εκείνη την εποχή είχαμε κερδίσει το πρωτάθλημα της πολιτείας και ήμουν εκείνος που καθοδηγούσα όλους τους συμπαίκτες μου. Έπαιζα στη θέση του πλέι μέικερ και περνούσαν τα πάντα από εμένα. Εγώ έδινα τις οδηγίες στο παρκέ και από εμένα περίμεναν τα περισσότερα. Κάπως έτσι άρχισαν να με αποκαλούν στρατηγό! Φυσικά μου άρεσε και το κράτησα στην μετέπειτα καριέρα μου» είναι η εξήγηση του Γκραντ, ο οποίος έστειλε το δικό του μήνυμα στους Έλληνες.
«Μακάρι να μπορούσα να μείνω περισσότερο στην χώρα σας. Πραγματικά τη λατρεύω, είναι ένα από τα ομορφότερα μέρη που υπάρχουν. Θέλω επίσης να σας ευχαριστήσω όλους για τη συμπαράστασή σας και να ξέρετε ότι η Ελλάδα είναι μέσα στην καρδιά μου. Ελπίζω να τα πούμε πάλι σύντομα
Πηγή: sentragoal.gr